5

Wildkat

Σ.τ.Ε: Το κείμενο αυτό είναι ενδεικτικό για την ιστορία του εργατισμού και της στρατευμένης/εργατικής έρευνας. Είναι μια μετάφραση στα ελληνικά από αγγλικό κείμενο, μετάφραση ενός γερμανικού. Σίγουρα, σε πολλά σημεία είναι κακογραμμένο. Όμως η αξία του έγκειται καταρχάς στην ιστορική προοπτική του, κατά δεύτερον στην πολιτική τοποθέτησή του (στον ιταλικό εργατισμό) και κατά τρίτον ότι διασαφηνίζει ότι η εργατική έρευνα δεν προέκυψε εν κενώ, αλλά από φοιτητές και επιστήμονες κοινωνιολόγους, που είχαν γνώση των τεχνικών και των μεθόδων, και ήθελαν να τα εφαρμόσουν στην πολιτική τους πράξη…

Το 1989 ο Sergio Bologna ξεκίνησε μια διάλεξη για το έργο του Gramsci “Αμερικανισμός και Φορντισμός”[1] με την περιγραφή της κατάστασης της Ιταλικής Αριστεράς: άρχισε υπενθυμίζοντας τα έτη 1969-73, όταν στην Ιταλία, όπως σε καμία άλλη χώρα στον κόσμο “το εργοστάσιο ως ο τόπος αυτο-οργάνωσης της εργατικής τάξης και της ανάπτυξης νέων τρόπων συμπεριφοράς· ως εργαστήριο μιας νέας υποκειμενικότητας” άσκησαν μια «ηγεμονία» στο σύνολο της κοινωνίας και του κομματικού συστήματος.

Σε αντίθεση με αυτό, η εργασία σήμερα έχει πολιτικά αποκλεισθεί με τραγελαφικό τρόπο, η εργατική τάξη χαρακτηρίζεται ως περιβαλλοντικά επιβλαβής και απρόθυμη να συνεργαστεί, ως ένα εμπόδιο για την κοινωνική και τεχνική καινοτομία. “Κανείς δεν μιλά για ‘εργάτες’ ως μια συλλογικότητα πια, μα πάντοτε μιλά για μεμονωμένες ομάδες”. Ο Bologna το αξιολογεί αυτό ως «κρίση πολιτιστική».

Αφ’ ενός ο ρατσισμός είναι αξιοσημείωτος σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, από την άλλη μεριά ένας νέος αντι-ρατσισμός αναδύεται: “Ενώ η αριστερά συμπιέζει την παραδοσιακή της βάση, ταυτόχρονα διακατέχεται από ένα φιλανθρωπικό ακτιβισμό σχετικά με τους νέους μετανάστες. Τα ιθαγενή τμήματα του προλεταριάτου νιώθουν ακόμη πιο αποκλεισμένα και μπορεί να αναπτύξουν ξενοφοβικές αντιδράσεις […] Οι νέοι φίλοι του περιβάλλοντος’ και ένα τμήμα των Πρασίνων έχουν καταφέρει να κάνουν μια μεγάλη συνεισφορά στο πολιτισμικό και πολιτικό αποκλεισμό της εργατικής τάξης με την ιδέα τους για την εργατική τάξη ως εμπόδιο στις φιλικές προς το περιβάλλον καινοτομίες”. Έχουν δολίως αγνοήσει το γεγονός ότι κατά τη δεκαετία του 1970 οι ίδιοι οι εργάτες είχαν σχηματίσει ένα κίνημα κατά των κακών επιπτώσεων των εργοστασίων.

Πικρά λόγια ενός “μουχλιασμένου” Εργατιστή[2] της Ιταλικής Αριστεράς. Της Αριστεράς που έχει πετάξει το παρελθόν της και τα μέσα ανάλυσης με μια δυναμική χειρονομία και της οποίας η λατρεία της συνείδησης, επιτρέπει στο μίσος της μεσαίας τάξης για τους εργάτες να λάμπει[3] .

Πέντε χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 1994, σε ένα μικρό συνέδριο που διοργανώθηκε απο τις εφημερίδες Collegamenti – Wobbly και Per il ’69, μια νέα εξέλιξη διακρινόταν: μια υπενθύμιση της “εργατικής έρευνας” και η επανέναρξη μιας συζήτησης που είχε βίαια διακοπεί από την καταστολή από το 1979 και μετά.

Για τη συνάντηση αυτή είχαν εγκαίρως ετοιμαστεί νέες δημοσιεύσεις στις οποίες παρουσιάστηκαν οι πρωτοβουλίες της εποχής με όλες τις αντιφάσεις τους και τον πειραματικό τους χαρακτήρα – και χωρίς τον αναγωγισμό που προκαλείται από οργανωτικούς περιορισμούς και ενδιαφέροντα. Στο συνέδριο σύντροφοι που ήταν ήδη ενεργοί από τη δεκαετία του ’50 ανέφεραν στην “νεολαία” την πρακτική τους (praxis) της ‘εργατικής έρευνας’ στα εργοστάσια ιματισμού και στις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις ηλεκτροβιομηχανίες. Μια συνεισφορά στη συζήτηση συνέκρινε την αφετηρία στη δεκαετία του ’60 με την κατάσταση σήμερα και επισήμανε μερικές ομοιότητες:

Ο ‘Σοσιαλισμός’ πέθανε δύο φορές: στη Βουδαπέστη το 1956 και με την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 υπήρξε ένα ποιοτικό άλμα στην ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής αγοράς, και σήμερα αυτό το είδος άλματος συμβαίνει στην παγκόσμια αγορά.

Η βίαιη αναδιάρθρωση στα εργοστάσια στη φάση της μετάβασης στη μαζική παραγωγή τότε, και στην ‘ευέλικτη παραγωγή’ σήμερα.

Ένα ποιοτικό άλμα στη μετανάστευση (στη δεκαετία του ’60 ένα κύμα εκατομμυρίων προλεταρίων από τη νότια στη βόρεια Ιταλία· σήμερα η μετανάστευση από την Ανατολική Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική.

Επιπλέον, η κρίση που βρίσκονται τα συνδικάτα σήμερα είναι παρόμοια με εκείνη των αρχών του ’60.

Για μια μικρή ομάδα σοσιαλιστών και κομμουνιστών, που ήταν θεωρητικά αβέβαιοι, και για τους οποίους οι παραδεδεγμένες ιδεολογίες δεν ήταν ακριβείς εξηγήσεις, οι ριζικές αλλαγές των τελών της δεκαετίας του ’50 αποτέλεσαν ένα έναυσμα για μια ουσιαστική πορεία αναζήτησης/έρευνας (inquiry).

Αλλά η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται! Κάθε οικονομική αναδιάταξη φέρνει μαζί μια αύξηση στη δυνητική δύναμη των εργατών, αλλά αυτό δεν καταλήγει απαραίτητα στην ανάδυση κοινωνικών αγώνων. Η κατάσταση σήμερα καλεί για μια παρόμοια ενασχόληση σε μια ριζική προσπάθεια αναπροσανατολισμού, όπως οι αγωνιστές της εργατικής έρευνας ασχολήθηκαν με την κατάσταση των τελών του ’50 και των αρχών του ’60. Μόνο μέσα από μια τέτοια προσπάθεια μπορούμε να κατανοήσουμε τις αληθινές συνθήκες εκμετάλλευσης και την ύπαρξή της ως συνεχούς σύγκρουσης, και να ανακαλύψουμε τη δυναμική αλλαγής.

Τι είναι η στρατευμένη έρευνα;

Η έρευνα[4] είναι κάτι συμπαγές που όλοι οι επαναστάτες θα πρέπει να κάνουν, και οι περισσότεροι ήδη το έχουν κάνει. Σε αντίθεση με την αστική ιδεολογία και τον κορσέ του ορθόδοξου μαρξισμού, αφορά την αναζήτηση για τις πραγματικές σχέσεις, όπως και ο ίδιος ο Marx έκανε. Κάνοντάς το, πρέπει να μεταχειριζόμαστε την Μαρξιστική ιδεολογία όπως και ο Marx μεταχειρίστηκε την αστική επιστήμη.

Το να κάνουμε έρευνα είναι να σπάμε τους επίσημους μύθους, να συσχετιζόμαστε με πραγματικούς ανθρώπους, να τους ρωτάμε ερωτήσεις χωρίς να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τι πρέπει να προκύψει από την έρευνα. Από την άλλη σημαίνει επίσης την πολιτικο-θεωρητική εργασία. Για να ξέρουμε τι ερωτήσεις θα ρωτήσουμε, μια υπόθεση είναι απαραίτητη. Υποθέσεις για το πως η τάξη θα εγκαθιδρυθεί εκ νέου ως πολιτικό υποκείμενο στην διαδικασία της ριζοσπαστικής αλλαγής.

Ως βάση για μια τέτοια έρευνα σήμερα προτείνουμε το κείμενο του Karl Heinz Roth[5], όπου θέτει τις υποθέσεις ότι ένα καινούριο προλεταριάτο αναπτύσσεται, σε παγκόσμια κλίμακα. Στους 6 μήνες από την εμφάνισή του, το κείμενο, και σωστά, ανατράπηκε για τις θεωρητικές και αναλυτικές αδυναμίες του σε πολλούς κύκλους συζήτησης. Αλλά προκειμένου να μην παραμείνει ένα ακαδημαϊκό χόμπυ, η εργασία της συλλογικής έρευνας, που προσπαθεί να ανακαλύψει πως μοιάζει αυτή η “ανά-δημιουργία” του προλεταριάτου, πρέπει να ξεκινήσει τώρα. Το πρώτο μέρος της πρέπει να είναι η εξέταση των υποθέσεων μέσω ευρέων συζητήσεων με τους εργάτες στα σύγχρονα εργοστάσια, τους “επισφαλείς” ή “άτυπους” εργαζόμενους, τους μετανάστες, τους αποκαλούμενους αυτο-απασχολούμενους, κλπ. Το δεύτερο, η ανάπτυξη μιας πιο συγκεκριμένης έννοιας. Και το τρίτο, η ενεργή παρέμβαση με πρωτοβουλίες αγώνα και προσπάθειες οργάνωσης, για να επιταχυνθεί η συλλογική διαδικασία της κατανόησης και της αποκάλυψης της τάσης του κομμουνισμού που ενυπάρχει στα ταξικά κινήματα. Μαζί με τους εργάτες, για να βρούμε μορφές αγώνα που δεν είναι επαναλήψεις παλιότερων.

Οι απαρχές της εργατικής έρευνας στην Ιταλία

Στα ακόλουθα σημεία θέλουμε να παρουσιάσουμε το πρώτο μέρος (τη μέθοδο) και το τρίτο (την παρέμβαση) των παραπάνω σημείων, χρησιμοποιώντας τις εργατικές έρευνες στην Ιταλία των αρχών του ’60 ως παράδειγμα. Για να το κάνουμε, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε μερικούς μύθους για εκείνους τους ιδιοφυείς Ιταλούς Εργατιστές (Operaisti). Η εργατική έρευνα δεν είναι ιταλική εφεύρεση και εφικτή μόνο στην Ιταλία. Ούτε είναι καλέμι που μπορεί να δημιουργήσει αγώνες εκεί που δεν υπάρχουν και να βρει το Αρχιμήδειο σημείο για να σηκώσει το σύστημα από τους αρμούς του (όπως παρουσιάστηκε εκείνη την εποχή!). Αλλά μέσω της έρευνάς τους οι Εργατιστές ήταν προετοιμασμένοι για τους επερχόμενους αγώνες, είχαν αναλύσει τα προβλήματα μέσα στα εργοστάσια και είχαν παρακολουθήσει τις συζητήσεις των εργατών, για να μπορέσουν να γράψουν τα αιτήματα των εργατών σε μια μπροσούρα και να τα επιβεβαιώσουν ως πολιτική γραμμή σε συναντήσεις και ολομέλειες. Είχαν μάθει ότι “υπάρχει ήδη αγώνας, πριν να ξεπροβάλλει”[6].

Μια δυσκολία στην ανακατασκευή των εργατικών αγώνων των αρχών της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της εργατίστικης θεωρίας βρίσκεται στο γεγονός ότι η ιστορία άρχισε να γράφεται αναδρομικά, αρχίζοντας από το τέλος αυτής της φάσης, δηλαδή την εμπειρία του ‘θερμού φθινοπώρου’ του 1969. Και έτσι οι αρχές αυτού του κινήματος έχουν απλοποιηθεί αναδρομικά, όπως για παράδειγμα έδειξε ο Dario Lanzardo στον επακόλουθο αναστοχασμό του για τα γεγονότα που συνέβησαν στην Piazza Statuto στο Τορίνο το 1962. Κριτίκαρε το επακόλουθο γράψιμο της ιστορίας που δίνει την εντύπωση ότι ο “εργάτης-μάζα” διαδήλωσε σε συμπαγές μπλοκ έξω από τα εργοστάσια στο κέντρο της πόλης και εξεγέρθηκε εναντίον των συνδικάτων. Στο εργοστάσιο της FIAT, απ’ όπου ξεκίνησε η εργατική διαδήλωση, δεν δούλευαν μετανάστες εργάτες από το νότο, αλλά σχεδόν όλοι ήταν τεχνίτες εργάτες από την περιοχή του Piedmont της Ιταλίας. 600 εργάτες έλαβαν μέρος στη διαδήλωση. Στη σύγκρουση στο τέλος ήταν κυρίως οι νέοι και οι κάτοικοι των τριγύρω προλεταριακών περιοχών της πόλης που έλαβαν μέρος σε μεγάλους αριθμούς. Όσο για το ποιοι πραγματικά ήσαν, υπήρχαν μόνο υπερβολικά πολιτικά προκατειλημμένες απόψεις. Από τις σημειώσεις της δικογραφίας μπορούμε να δούμε ότι αρκετά νεαρά μέλη του PCI (Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας) συμμετείχαν, οι οποίοι αργότερα είχαν προβλήματα με το κόμμα για αυτό[7].

Στη δεκαετία του ’50 η Ιταλία πέρασε μια τρομερή μεταμόρφωση. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας και η άνοδος της οικονομίας έδωσε δουλειά σε εκατομμύρια ανθρώπους, που μετανάστευσαν από το φτωχό νότο στις πόλεις του βορρά και δεν τους υποδέχτηκαν καλά εκεί οι ντόπιοι εργάτες. Υποτίθεται ότι ήταν ηλίθιοι, απολίτιστοι, απολίτικοι, βλάκες που ανέχονταν τα πάντα, και που συμπίεζαν τους μισθούς. Ήταν συνηθισμένο για την εποχή οι σπιτονοικοκύρηδες να βάζουν πινακίδα: “Ελεύθερο δωμάτιο. Όχι για νότιο-ιταλούς”.

Η άγνωστη ως τότε αύξηση της μαζικής κατανάλωσης βασιζόταν στην σκληρή εργασία, τους χαμηλούς μισθούς και τη σιδηρά πειθαρχία στα εργοστάσια. Στη FIAT, στους ενεργούς κομμουνιστές συνδικαλιστές απαγορεύτηκε να είναι στο χώρο εργασίας ή απενεργοποιήθηκαν με την τοποθέτηση σε απόμερα τμήματα. Το σωματείο είχε ήδη εγκαταλείψει τη δράση στα εργοστάσια της FIAT και επικεντρωνόταν σε μικρότερες εταιρείες. Σε πολιτικό επίπεδο το κόμμα της εργατικής τάξης έπαιρνε μέρος στην “εθνική ανασυγκρότηση” και εγγυόταν την κοινωνική ειρήνη σε ανταλλαγή για θέσεις εργασίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η κατάσταση για την Ιταλική αριστερά χαρακτηριζόταν από τα ακόλουθα δεδομένα: το σοβιετικό ‘μητρικό κόμμα’ πυροβολούσε εργάτες στις εξεγέρσεις του Βερολίνου το 1953 και στη Βουδαπέστη το 1956, και έτσι η αξιοπιστία τους έτριζε εξίσου και στη Δυτική Ευρώπη. Το σοσιαλιστικό κόμμα (PSI) όπου τόσοι αντί-σταλινικοί είχαν βρει καταφύγιο, ήταν στο δρόμο για τη σοσιαλδημοκρατία. Μια πορεία που έληξε με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση το 1963 και τη διάσπαση του κόμματος. Το 1959 οι εργάτες της ιματοβιομηχανίας στην περιοχή γύρω από την Biella άρχισαν τις πρώτες αυτο-οργανωμένες απεργίες ξανά. Σε μερικές μεταλλοβιομηχανίες και εργοστάσια χημικών της κοιλάδας του Po, εργατικές απεργίες ξέσπασαν μετά από χρόνια ξηρασίας.

Η νέα μεικτή οικονομία που χτιζόταν στην Ιταλία με τα χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ονομάστηκε ‘νέος καπιταλισμός’. Ενώ η θεσμική αριστερά το είδε ως μια ευκαιρία για μια ειρηνική οδό προς το σοσιαλισμό μέσω της διεύρυνσης και του ελέγχου από το κράτος τομέων (μια αντί-μονοπωλιακή συμμαχία), οι αριστεροί κομμουνιστές έβλεπαν το τέλος της επαναστατικής δύναμης της εργατικής τάξης, γιατί η εργατική τάξη ενσωματωνόταν στο σύστημα.

Ο νέος καπιταλισμός είναι σχεδιασμένος καπιταλισμός. Η σιγουριά ότι τα πάντα μπορούν να προγραμματιστούν και η κοινωνία μπορεί λοιπόν να διευθετηθεί ή να οργανωθεί, μπορεί να συμπεριφερθεί σε προβλέψιμους δρόμους, μέσω της παροχής καταναλωτικών αγαθών ανάμεσα σε άλλους τρόπους, ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία. Τη δεκαετία του ’50 η κοινωνιολογία ήταν η αντίστοιχη κυρίαρχη κοινωνική επιστήμη. (τη δεκαετία του ’70, όταν η έμφαση ήταν στην αλλαγή του ατόμου, ήταν η ψυχολογία, και σήμερα είναι η πολιτική οικονομία, όπου η οικονομία θεωρείται ως ο κυρίαρχος υλικός ή πρακτικός περιορισμός).

Η κυρίαρχη τάση της βιομηχανικής κοινωνιολογίας των ΗΠΑ ονόμασε αυτή την τάση ως την εξαφάνιση της εργατικής τάξης, την ενσωμάτωση του ‘εύπορου εργάτη’, την ‘αφομοίωσή τους στις μεσαίες τάξεις’, και ότι η παραγωγή έγινε μέρος του αποκαλούμενου ‘τομέα των υπηρεσιών’ (τριτογενής τομέας).

Παράλληλα με αυτό έρχεται η ‘κριτική’ ή αριστερή κοινωνιολογία που διερευνά τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια και τις θλιβερές εργασίες και απαιτήσεις του ‘εξανθρωπισμού” της οργάνωσης της εργασίας. Η ‘συμμετοχή’ και η ανακάλυψη του ‘ολοκληρωμένου ανθρώπου’ ήταν οι λέξεις-κλειδιά της φωτισμένης μερίδας του κεφαλαίου. Η Olivetti, θεωρούμενη ως ‘κοινωνικός’ εργοδότης, έφερε τους ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους στο εργοστάσιο για να βελτιώσουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Το σημαντικής επιρροής ‘κόμμα των κοινωνιολόγων’, έκανε πολιτική, γράφει ο Alquati[8].

Το κύριο αντικείμενο έρευνας των βιομηχανικών κοινωνιολόγων ήταν ο ‘νέος εργάτης’, η ‘νέα εργατική τάξη’: ο μορφωμένος, δεξιοτέχνης, τεχνίτης εργάτης, που εργαζόταν στην ανώτερη τεχνική ή αυτοματοποιημένη παραγωγή, που είναι ξεκάθαρα διαφορετική εικόνα από την παραδοσιακή εργατική τάξη και που την εποχή εκείνη προβλεπόταν ότι θα παίξει ένα κεντρικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία. Κάποιος θα φανταζόταν ότι η μορφή των συγκρούσεων μέσα στις εταιρείες θα άλλαζε επίσης. Ένας τεράστιος αριθμός μελετών εμφανιζόταν στο θέμα από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, που μεταφράζονταν στα ιταλικά στις αρχές του ’60, και εκδίδονταν από τους Montaldi και Panzieri στους αριστερούς οίκους Feltrinelli και Einaudi.

Η σοσιαλιστική (μη-μαρξιστική) αριστερά υποστήριζε αυτή την ενασχόληση με την κοινωνιολογία, ενώ το PCI του Togliatti αντιτίθετο άγρια σε κάθε είδος κοινωνιολογίας, όπως και οι παραδοσιακές αριστερές-κομμουνιστικές ομάδες. Ταιριάζει επίσης ότι το PCI δεν είχε παίξει κανένα ρόλο στις εταιρικές πολιτικές για χρόνια και ελάχιστα συζητούσε τις εργασιακές σχέσεις στα εργοστάσια. Οι κοινωνιολόγοι ήταν οι μόνοι που πήγαιναν στα εργοστάσια και ασχολούνταν με τις αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας και τις νέες μορφές συμπεριφοράς – μια κατάσταση που είναι συγκρίσιμη με το σήμερα. Ενώ η υπόλοιπη αριστερά αποσύρθηκε στην ιδεολογία και παπαγάλιζε τις ιδέες για το τέλος της μαζικής παραγωγής ή τις πιθανότητες ομαδικής εργασίας, ο πολυ-λειτουργικός δεξιοτέχνης εργάτης βίωνε μια ραγδαία αύξηση της εκμετάλλευσης και του εργασιακού άγχους. Οι εργάτες είναι το ίδιο μόνοι σήμερα.

Η πραγματική εργατική τάξη δεν είχε να κάνει και τίποτα με την ‘ιδανική εργατική τάξη’ ή την ιδέα της ‘τάξης ως ολότητας’, την οποία οι θεσμοί του εργατικού κινήματος θεωρούσαν ότι αντιπροσώπευαν. Και έτσι μερικοί νέοι αμφισβητίες πρόθυμα έπιασαν τα εργαλεία της έρευνας πεδίου, που οι κοινωνιολόγοι είχαν δοκιμάσει, για να αναλύσουν την νέα πραγματικότητα της εργασίας. “Ήταν κυρίως για τις διάφορες απόψεις της αρχικής εξερεύνησης του πεδίου, που ήμασταν τόσο ‘έξω’ από το εργατικό κίνημα, και δεν ήταν εύκολο να μπούμε. Περιττό να το πω, ήταν εξίσου άγνωστο για την ιταλική αριστερά, και όταν κάποιος στέκεται απέξω, οι (Γάλλοι, Άγγλοι και Αμερικανοί) βιομηχανικοί κοινωνιολόγοι είχαν μερικές ιδέες να προσφέρουν”[9]. Το να αναλάβουν μια έρευνα ήταν μια άρνηση της ορθόδοξης μαρξιστικής συνήθειας της συναγωγής της ανάπτυξης της εργατικής τάξης από την ανάλυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Τι είναι η τάξη; Οι προκάτοχοι της εργατικής έρευνας στη Γαλλία.

Η αντί-σταλινική αριστερά στη Γαλλία είχε μια μακρά παράδοση έρευνας. Ακόμα και την περίοδο του λαϊκού μετώπου είχαν συζητήσεις για τις εποχιακές αλλαγές στην σύνθεση της εργατικής τάξης μέσω της εισαγωγής των ημι-αυτοματοποιημένων μηχανικών εργαλείων. Εκείνη την εποχή γενικά οι εκπαιδευμένοι εργάτες αντικαθίσταντο από εργάτες που ειδικεύονταν στο χειρισμό ενός μόνο μηχανήματος. Ο τροτσκιστής και βιομηχανικός κοινωνιολόγος Pierre Naville διερεύνησε τον ανταγωνισμό σε εκείνες τις νέες σχέσεις παραγωγής αντί της επαγωγής’ της ανάπτυξης της εργατικής τάξης από την τεχνική ανάπτυξη. Για παράδειγμα κοίταξε τον εργασιακό χρόνο, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μειώθηκε με την εισαγωγή των μηχανημάτων, αλλά αντίθετα αυξήθηκε ραγδαία. Η μείωση του χρόνου εργασίας είναι καθαρά το αποτέλεσμα του αγώνα της ‘εργατικής συμμαχίας’. Η συζήτηση αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cahiers Rouges (Κόκκινα Τετράδια).

Από την παράδοση του συμβουλιακού κομμουνισμού προήλθε η ομάδα Socialisme ou Barbarie [Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα] που είχε ως μέλη τους Lefort, Καστοριάδη και Mothé. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ανέμεναν το μεγαλύτερο μέρος αυτού που θα γινόταν γνωστό αργότερα ως ‘εργατική αυτονομία’ στην Ιταλία. Ακολουθώντας τις θέσεις του Marx, (“η μεγαλύτερη δύναμη παραγωγής είναι η ίδια η επαναστατική δύναμη”), ο Lefort[10] κατανόησε το προλεταριάτο όχι ως φυσική μάζα, όπως θεωρείτο στον ορθόδοξο μαρξισμό, αλλά μάλλον ως ένα αυτο-διαμορφούμενο υποκείμενο της ιστορίας. Η δουλειά για την χειραφέτηση των εργατών, σημαίνει την απόκτηση των σπόρων της υποκειμενικής αυτοθέσμισης ως μιας συγκρουσιακής δύναμης εναντίον της εκμετάλλευσης εντός της ‘προλεταριακής εμπειρίας’. Και δεν εμφανίζεται ως από μηχανής θεός, ούτε με το να δίνεις κηρύγματα στους εργάτες, ούτε με την αναδίπλωση στο κόμμα οποιασδήποτε μορφής, στην ερώτηση πως να ξεπεράσουμε την σύγχρονη κατάσταση. Ο Claude Lefort πρότεινε μια έρευνα για να κατανοήσουμε την υπάρχουσα μορφή της κοινωνικής συν-εργασίας, που θα οδηγούσε στο ρίξιμο της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής. Το κύριο ενδιαφέρον του ήταν ο ειδικός χαρακτήρας της ‘προλεταριακής εμπειρίας’, από τον οποίο η τάξη θα θέσμιζε τον εαυτό της.

Οι λέξεις του Κομμουνιστικού Μανιφέστου “η ιστορία όλης της από δω και στο εξής υπάρχουσας κοινωνίας είναι η ιστορία των εργατικών αγώνων” δεν έχει χάσει καθόλου από τον εκρηκτικό χαρακτήρα της, έγραψε. Οι ψευδό-μαρξιστές μετέτρεψαν την θεωρία της ταξικής πάλης σε οικονομική επιστήμη και ανήγαγαν το προλεταριάτο σε εκτελεστές (performers) της οικονομικής λειτουργίας του. Αλλά το προλεταριάτο σε όλη την ιστορία όχι μόνο δεν είχε αντιδράσει, αλλά στην πραγματικότητα είχε κινητοποιηθεί, παρέμβει, και όχι με βάση κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο από αντικειμενικές καταστάσεις, αλλά στη βάση της δικιάς του συνολικής εμπειρίας. Θα ήταν παράλογο να ερμηνεύσουμε το εργατικό κίνημα χωρίς να αναλογιζόμαστε συνεχώς την οικονομική δομή της κοινωνίας – αλλά να το ανάγουμε μόνο σε αυτό σημαίνει να παραλείπουμε τα ¾ της συμπαγούς ταξικής συμπεριφοράς.

Η αστική τάξη, όπως και η εργατική τάξη, ενώνεται στη βάση των κοινών συμφερόντων. Ωστόσο, το κοινό συμφέρον των εργατών είναι κάτι τελείως διαφορετικό: έγκειται στην λήξη του να είναι κάποιος εργάτης. Δηλαδή, πέρα από την εκτέλεση της οικονομικής λειτουργίας τους, σημαίνει την ριζική άρνησή της. Οι υπάρχουσες συνθήκες των ίδιων των εργατών απαιτούν ένα συνεχή αγώνα αλλαγής, δηλαδή μια συνεχή απελευθέρωση από την άμεση τύχη τους. Η πρόοδος σε αυτό τον αγώνα και η ανάπτυξη του ιδεολογικού του περιεχόμενου που επιτρέπει αυτή την απελευθέρωση, σχηματίζει την εμπειρία δια της οποίας η τάξη θα αυτο-θεσμιστεί.

Ο Lefort προσπάθησε να εφαρμόσει την ερωτηματοθεσία του Μαρξ στην ‘Γερμανική ιδεολογία’[11] στην κατάσταση της εποχής: Πως οι άνθρωποι πορίζονται την εργασία τους στις συνθήκες της βιομηχανικής εργασίας; Πως παράγουν πρακτικά τη σχέση τους με την υπόλοιπη κοινωνία; Πως συνθέτουν μια κοινή εμπειρία, που τους σχηματίζει σε ιστορική δύναμη; Απομακρύνεται από την άποψη του Λένιν, ότι το προλεταριάτο σχηματίζει μια ενότητα, που το ιστορικό του καθήκον έχει τεθεί δια παντός, που δημιουργείται από τις σχέσεις εξουσίας και όπου μόνο οι σχέσεις εξουσίας έχουν ενδιαφέρον. Ο Lefort είδε τις δραστηριότητες του προλεταριάτου σε όλες τις αντιφάσεις τους: από τη μια πλευρά με τη μορφή της αντίστασης, που συνεχώς υποχρεώνει τον εργοδότη να βελτιώνει τη μέθοδο εκμετάλλευσης και από την άλλη τις προσαρμογές τους στις βελτιώσεις, στην ενεργητική συνεργασία τους με αυτές: οι εργάτες οι ίδιοι βρίσκουν τις απαντήσεις στις χιλιάδες των προβλημάτων που ξεπετάγονται από τις πρακτικές λεπτομέρειες των συνθηκών της παραγωγής. Τα αποτελέσματα φαίνονται σαν μια συστηματική απάντηση και παίρνουν το όνομα ‘εφεύρεση’. Και έτσι ο εξορθολογισμός απλά ενσωματώνει, ερμηνεύει, και εντάσσει τις διάσπαρτες και ανώνυμες εφευρέσεις που προέρχονται από την συμπαγή παραγωγική διαδικασία.

Ως εκείνο το σημείο το προλεταριάτο είχε ερευνηθεί με 3 τρόπους: οικονομικά, ιδεολογικά και ιστορικά. Ο Lefort πρότεινε ένα τέταρτο αφετηριακό σημείο: ήθελε να αναδομήσει την προλεταριακή στάση για τη δουλειά και την κοινωνία, από αυτό που ήταν ήδη εντός του ίδιου του προλεταριάτου. Ήθελε η εφευρετικότητα και η ισχυρή κοινωνική τους οργάνωση να εμφανιστούν και στην καθημερινή ζωή. Ο Lefort ήταν ο πρώτος που ανέλαβε μια έρευνα σε τέτοια βάση. Δεν είχε γίνει πρωτύτερα – ούτε από το Marx ούτε από τους αποκαλούμενους κοινωνιολόγους της εργασίας στις ΗΠΑ, οι οποίοι έκαναν την δουλειά των αφεντικών, θεωρούσε ο Lefort. Οι ‘φωτισμένοι’ καπιταλιστές είχαν ανακαλύψει ότι ο υλικός εξορθολογισμός είχε τα όριά του· ότι ο άνθρωπος-αντικείμενο θα αντιδράσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο· ότι πρέπει να τους προσέχεις αν θέλεις να τους εκμεταλλευτείς αποτελεσματικά. Αλλά εξαιτίας της ταξικής οπτικής τους εκείνοι οι κοινωνιολόγοι δεν μπορούν να καταλάβουν τον προλεταριακό χαρακτήρα, γιατί τον πλησιάζουν από έξω και μπορούν μόνο να δουν τον εργάτη ως παραγωγό, ως απλό εκτελεστή, αναπόδραστα δεμένο στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Η διερεύνηση της κοινωνικής ζωής του προλεταριάτου δεν πρέπει να είναι μια μελέτη της τάξης απέξω – αλλά μάλλον θα πρέπει να απαντά τις ακριβείς ερωτήσεις που τίθενται σήμερα ξεκάθαρα από τους πρωτοπόρους εργάτες και υπόρρητα από την πλειονότητα της τάξης. Ο Lefort συνέλεξε δηλώσεις και αναφορές που είχαν γραφτεί από εργάτες, ιστορίες ζωής, ατομικές εμπειρίες των σχέσεων στην εργασία τους, τις σχέσεις τους με τους άλλους εργάτες, την κοινωνική ζωή έξω από το εργοστάσιο και τους δεσμούς της προλεταριακής παράδοσης και ιστορίας.

Γράφει ότι οι προοπτικές μπορούν να αλλάξουν, ότι συχνά κουβαλούν μαζί τους μυστικοποιήσεις αλλά ότι “όλοι οι εργάτες έχουν κοινή την εμπειρία της εκμετάλλευσης, της εμπειρία της αλλοτρίωσης – όλοι οι εργάτες το γνωρίζουν. Κάθε αστός το προσέχει ευθύς αμέσως όταν μπαίνει σε μια εργατική περιοχή”. Η εξέταση αυτής της εργατικής συμπεριφοράς είναι ο στόχος της έρευνας. Υπάρχει μια ‘ταξική νοοτροπία’;

Με αυτή την ερωτηματοθεσία ο Lefort με κανένα τρόπο δεν στοχεύει σε έναν ‘εργατισμό’ που αρνείται την αναγκαιότητα μιας κριτικής θεωρίας, πάντοτε απομακρύνθηκε από αυτό: “Από μια επαναστατική σκοπιά, η πράξη της συλλογής αυτού του είδους πληροφοριών θα μπορούσε να μας βοηθήσει να δείξουμε πως ένας εργάτης αναμειγνύεται με την τάξη του και αν η σχέση του με την κοινωνική του ομάδα είναι διαφορετική απ’ ότι εκείνη ενός μικροαστού ή ενός αστού. Συνδέει ο προλετάριος την τύχη του, σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής του, συνειδητά ή όχι, με την τύχη της τάξης του; Κλασικές ερμηνείες όπως η ταξική συνείδηση και η ταξική συμπεριφορά είναι συχνά πολύ αφηρημένες: μπορούμε να τις ελέγξουμε συστηματικά; Σύμφωνα με το Marx, ο προλετάριος, σε αντίθεση με τον αστό, δεν είναι απλά μέλος της τάξης του, είναι ένα άτομο, ένα μέλος μιας κοινότητας, και έχει συνείδηση του γεγονότος ότι μπορεί να απελευθερωθεί ατομικά μόνο με συλλογικό τρόπο. Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε συστηματικά αυτή τη μαρξιανή υπόθεση;”

…και στην Ιταλία: ο Danilo Montaldi

Ο κομμουνιστής Danilo Montaldi, διωγμένος από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, έχτισε μια μικρή ομάδα γύρω του στην Cremona και έγραφε για διάφορες αριστερές κομμουνιστικές εφημερίδες. Έμαθε για τη θεωρία και την πρακτική της εργατικής έρευνας από το σύνδεσμό του με το Socialisme ou Barbarie. Μετέφρασε μερικές βιογραφίες εργατών στα ιταλικά και πήρε μέρος σε παρόμοια σχέδια. Το 1960 δημοσίευσε μια έρευνα για τη ζωή των μεταναστών από τη νότια Ιταλία που ζούσαν στο Μιλάνο με τον τίτλο ‘Μιλάνο, Κορέα’. Δεν μπορεί να βρεθεί κάποια συστηματική ‘μέθοδος’ στο Montaldi: δούλευε ‘διεπιστημονικά’, χρησιμοποιώντας λογοτεχνικά στοιχεία, για παράδειγμα άφηνε τους ανθρώπους να γράψουν τις ιστορίες τους χρησιμοποιώντας τα δικά τους εκφραστικά μέσα. Και χρησιμοποιούσε μεθόδους από την κοινωνιολογία, ένα θέμα που είχε διερευνήσει σε βάθος. Οι εργασίες του Montaldi είναι μια συνεχής αναζήτηση του υποκειμενικού ως τρόπου κατανόησης της ιστορίας και της ζωής της τάξης. Στην έρευνα για τους μετανάστες από το νότο, για τη ζωή του υπο-προλεταριάτου κατά τη διάρκεια του φασισμού, για τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές, πάντοτε έψαχνε για τον κομμουνισμό ως μια ‘δομική ανάγκη’, έψαχνε για την υποκειμενικότητα της τάξης, για την ‘τάξη για τον εαυτό της’. Όλο αυτό στην προσπάθειά του για την αναδόμηση ενός ‘ταξικού κόμματος’, ενός κόμματος που θα περιλάμβανε ‘συντρόφους που θα μπορούσαν να έχουν κάρτες μέλους σε διάφορα κόμματα’.

Ο Montaldi διερευνούσε την πραγματικότητα γύρω του. Η δουλειά του στρεφόταν ευθέως ενάντια στα μυστήρια του ‘πραγματικά πρωτόγονου ανθρώπου’ που χρησιμοποιούνταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 για να καταπιέσει τις σκέψεις για το παρόν. (Η κριτική του για αυτού του είδους την ακαδημαϊκή εργασία θυμίζει εκπληκτικά την έλλειψη πλαισίου στον τρόπο που η προφορική ιστορία εξασκείται εδώ τα τελευταία 20 χρόνια από τότε που η οπτική της ταξικής πάλης εγκαταλείφθηκε). “Ενώ η βιομηχανία στην Ιταλία γίνεται πιο συγκεντρωμένη, ενώ ο αγροτικός κόσμος πηγαίνει από τη μια κρίση στην άλλη […] αυτό το μεγάλο πένθος για τον τρόπο ζωής του παρελθόντος ή για εναπομείναντες απαρχαιωμένους τρόπους ζωής αυξάνει. Ο ενθουσιασμός, η έρευνα και η ανάλυση για αυτό που δεν είναι σύγχρονο, για αυτό που είναι περιθωριακό. Σε αυτό το επίμονο κυνήγι βρίσκεται κάτι ξεπερασμένο, μια ψευδής συνείδηση της κοινωνίας που ζούμε, μια αναδίπλωση. Ενώ στην Ιταλία η δικτατορία του μονοπωλίου έχει γίνει ακόμη πιο δημόσια τα τελευταία λίγα χρόνια, το πολιτισμικό ενδιαφέρον πέφτει σε εκείνες τις πλευρές την κοινωνικής ζωής που υποχωρούν. Όχι και τόσο άσχημα, αν είναι να έρθει στο φως η συνολικότητα των καθημερινών συνθηκών από το νότο στο βορρά. Αλλά στην ανάλυση που επιδιώκει μια ερμηνεία του απαρχαιωμένου τρόπου ζωής, υπάρχει σχεδόν πάντοτε μια προφανής παράλειψη του γεγονότος ότι αυτά τα φαινόμενα συνδέονται με το υπάρχον σύστημα. Αυτή η τάση ενθαρρύνει ένα ορισμένο πολιτισμικό ρεφορμισμό που είναι ο ίδιος μια έκφραση της κρίσης που εκφράζει την ευχή να είναι μέρος της η ίδια. […] Αλλά μπορούμε να δούμε τα αποτελέσματα που έχει σε πολιτισμικό επίπεδο. […] Το χρονικό των τρόπων και των συνηθειών των απογόνων των Λιγουρίων, που εγκαταστάθηκαν στη Σαρδηνία πριν από 400 χρόνια, είναι περισσότερο ‘ενδιαφέρον’ από την κατάσταση στα εργοστάσια παραγωγής της FIAT: η διάλεκτος των γεροχωριάτηδων είναι σίγουρα πιο όμορφη από την καθόλου τυχαία σιωπή των εργατών στις οργανώσεις βάσης. (Δεν μας ενδιαφέρει να πέσουμε στις θυμοσοφικές πλευρές αυτής της συζήτησης, αλλά μάλλον στην αναζήτηση του πως αυτή η μορφή του ανιστορικού ανθρώπου έχει εγερθεί μεταξύ μας. Κάποιος έχει μοίρα και φύση όσο έχει και εχθρούς[12].

Τα Quaderni Rossi

Ο ιταλικός εργατισμός (operaismo) προήλθε από κύκλους συζητήσεων γύρω από το περιοδικό Quaderni Rossi, που πρωτοεμφανίστηκε στο Τορίνο το 1961[13]. Όσοι μαζεύτηκαν γύρω από το περιοδικό ήταν κυρίως νέοι σύντροφοι από το PSI και το PCI (κάποιοι εξ αυτών είχαν αφήσει τα κόμματά τους, και μερικοί ήταν ακόμη μέλη), συνδικαλιστές και φοιτητές, που έψαχναν για άλλες δυνατότητες πρακτικής πολιτικής δράσης και θεωρητικού διαλόγου. Για τους περισσότερους ο ‘εργατισμός’ ήταν μια λέξη-βρισιά από την οποία απομακρύνονταν, όσο και από την προσβολή του ‘αναρχο-συνδικαλιστή’. Θεωρούσαν ότι δεν ήταν ακραίοι, αλλά ότι αντιπροσώπευαν ένα πλειοψηφικό ρεύμα της εργατικής τάξης. Ο ‘εργατισμός’ πρώτα έγινε αποδεκτός ως μια πολιτική κουλτούρα όταν η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία είχε μεταστραφεί τελείως για πολλά χρόνια από τους εργατικούς αγώνες από το 1969 και μετά.

Το περιοδικό Quaderni Rossi ήταν μια αποκρυστάλλωση διαφόρων πολιτικών ‘σκηνών’, ενδιαφερόντων και πολιτικών βάσεων που θεωρούνταν, και αυτοαναφέρονταν, ως μια αντιπολίτευση στο θεσμοποιημένο εργατικό κίνημα. Εξέταζαν κριτικά τις θεωρίες που συζητιούνταν διεθνώς, έπαιρναν υπόψη τους αντί-σταλινικές εμπειρίες και ξανά-διάβαζαν τον Marx. Η έμφασή τους ήταν καθαρά στην έρευνα για τον ταξικό ανταγωνισμό στην παραγωγή. Ο Raniero Panzieri θεωρείται ο ‘ιδρυτής’ του σχεδίου αυτού και ένας άνθρωπος γεμάτος ιδέες και έμπνευση. Ήταν ένας διανοούμενος από τη Ρώμη, ο οποίος, ως παράγοντας του PSI, είχε βοηθήσει στην οργάνωση των αγώνων των εργατών της γης στην Σικελία τη δεκαετία του ’50. Είχε επίσης κάνει μια νέα ιταλική μετάφραση του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου. Ο αρχικός του στόχος ήταν να επαναφέρει το σοσιαλιστικό κόμμα (PSI) σε ‘επαναστατική’ πορεία, δηλαδή να πολεμήσει ενάντια στην αυξανόμενη σοσιαλδημοκρατική του κατεύθυνση και τον στόχο του να πάρει μέρος στην κυβέρνηση, και αντί να εμπνέεται από τον κοινοβουλευτισμό, να βασίζεται ακόμα περισσότερο στην βάση του των εργατών γης και βιομηχανίας. Χρησιμοποίησε την κομματική εφημερίδα Mondo Operaio (Ο κόσμος των εργατών) ως εργαλείο, καθώς ήταν αρχισυντάκτης. Ξεκίνησε μια ευρεία συζήτηση με το κείμενό του ‘7 Θέσεις για τον εργατικό έλεγχο[14]‘, που έγραψε μαζί με τον Libertini, μια οξεία κριτική της έννοιας του κρατικού σοσιαλισμού. Όταν απέτυχε με αυτή την πορεία μέσα στο κόμμα, μετακόμισε στο Τορίνο να “βρει την εργατική τάξη μέσα στο εργοστάσιο ξανά”. Το 1961 εγκατέλειψε τελικά την κεντρική επιτροπή του PSI μετά από χρόνια σύγκρουσης.

Oι καιροί όπου τα πάντα συνέβαιναν μέσα στις οργανώσεις είχαν περάσει. Το 1960 ο Panzieri είχε μια συζήτηση με τον σοσιαλιστή ηγέτη Lelio Basso για την ερώτηση “θα ‘πρεπε να είναι κάποιος ενεργός στο ιστορικό κόμμα του εργατικού κινήματος ή σε αυτόνομες ομάδες πολιτικής παρέμβασης;”. Ο Panzieri έπαιρνε τη θέση ότι όταν όχι μόνο ένα ρεύμα του κόμματος, αλλά το κόμμα το ίδιο (το PSI ) είναι σε κρίση, δεν “θα πρέπει να βάζουμε καινούριο κρασί σε παλιά βαρέλια”, αλλά μάλλον κάποιος θα πρέπει να κοιτάξει για μια πολιτική γραμμή “στο ίδιο το επίπεδο της βάσης”· να μην περιοριστεί στην προστασία μιας κληρονομιάς, που σε κάθε περίπτωση τώρα πλεονάζει, αλλά να αρχίσει από μια “εξέταση, που το κίνημα ευτυχώς επιτρέπει σήμερα”[15]. Μετά από μια συζήτηση στο γραφείο του PSI στο Mestre , όπου συμμετείχαν πάρα πολλοί εργάτες, έγραψε στον Montaldi:

Είναι πραγματικά κρίμα, όταν κάποιος παραδέχεται ότι μια τέτοια ζωτική δύναμη χρησιμοποιείται στους σημερινούς στενούς διαδρόμους, τις στενωπούς και τους βυζαντινισμούς του PSI (και το ίδιο ισχύει και για το PCI). Συνεχώς πείθομαι περισσότερο ότι πρέπει να δημιουργήσουμε σημεία εστίασης τελείως ανεξάρτητα από την κομματική δομή και ιεραρχία, τα οποία αυτές οι ταξικές δυνάμεις πρέπει να αντιμετωπίζουν με πλήρη εμπιστοσύνη, αυτές οι δυνάμεις που έχουν συνείδηση των ψεμμάτων των επίσημων πολιτικών των κομμάτων, αλλά δεν επιθυμούν να αποκηρύξουν τη σχέση τους με αυτά. Μια σχέση που δεν συνδέεται με την εμπιστοσύνη στις ‘αρχές’, αλλά από την συνείδηση και την ταξική τους αλληλεγγύη, και είναι λοιπόν μια συμπαγής δύναμη ενάντια στα αφεντικά, μια επαναστατική θέληση. Πρέπει να ξεπεράσουμε το πρακτικό πρόβλημα· πως θα δημιουργήσουμε μια σύνδεση ανάμεσα στις ομάδες μας με επαναστατικό προσανατολισμό εντός και εκτός των κομμάτων, και σε μια οργανωτικά δημόσια μορφή, καθώς πρέπει να αποφεύγουμε την οποιαδήποτε εμφάνιση μια μικρής σέκτας, καθώς αυτό είναι το τρομερότερο λάθος στο οποίο έχουν εκπέσει όλες οι μικρές ομάδες της εργατικής αριστεράς[16]”.

Ο Panzieri θεωρούσε το περιοδικό Quaderni Rossi ως ένα πολιτικό εργαλείο που στόχευε στο να δημιουργήσει ένα ενωμένο/ενωτικό επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, δηλαδή ένα κίνημα που να μην είναι διαιρεμένο στα διάφορα κόμματα. Η ομάδα αντλούσε την ελπίδα της αναγέννησης του εργατικού κινήματος από το κύμα απεργιών του 1959 στις μεταλλοβιομηχανίες και στον ιματισμό και κυρίως από τις δράσεις ενάντια στην Μέρα του Κόμματος του ΜSI [το φασιστικό κόμμα] το 1960 στη Γένοβα, την κύρια πόλη της κομουνιστικής αντίστασης. Για πρώτη φορά πάρα πολλοί νεαροί εργάτες πήραν μέρος σε μαχητικές διαδηλώσεις. Με την εμφάνιση αυτών των ‘νέων δυνάμεων’, μια γενιά που δεν χαρακτηριζόταν πλέον από την Αντίσταση, τα Quaderni Rossi αναγνώρισαν μια πιθανή αντιστροφή της κατάστασης στη FIAT, το ‘μέσο όρο’ της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ιταλίας[17] .

Συμμετείχαμε στην απεργία των μεταλλεργατών την παραμονή των Χριστουγέννων του 1959. Μια μικρή ομάδα συντρόφων στο Μιλάνο είχε αρχίσει να διερευνά την κατάσταση στο Marelli, το Pirelli κλπ. Συνολικά, ανάμεσα στο 1958 και το 1961 αρχίσαμε την ανάλυση και δράση με τα εργοστάσια σαν να συναρμολογούσαμε ένα παζλ, και αναδημιουργήσαμε την σχέση με τους εργάτες μέσα σε αυτά τα εργοστάσια… Και έτσι η εξέγερση των εργατών ενάντια στους φασίστες στη Γένοβα τον Ιούλιο του 1960 ήταν εξαιρετικά σημαντική για μας. Σε αυτό το κίνημα που ξεπετάχτηκε σε όλη την Ιταλία ενάντια στην κυβέρνηση Tambroni, υπήρχε ξεκάθαρα η δυναμική ενός μαζικού κινήματος. Αυτό είχε το αποτέλεσμα για τους συντρόφους να τους ξυπνήσει και να τους εμπνεύσει να προχωρήσουν την έρευνα και την οργάνωση. Κατά την γνώμη μου το 1960 ήταν εξαιρετικά σημαντικό: για πολλούς συντρόφους, για μένα, ήταν η πρώτη φορά που βρεθήκαμε με ακριβείς λειτουργίες μέσα σε ένα μαζικό κίνημα και προσέξαμε για πρώτη φορά την τρομακτική δύναμή του και την δυνατότητά του να ανατρέψει τις σχέσεις εξουσίας δια της οργανωμένης πολιτικής δράσης των εργατών και της συμπεριφοράς των προλεταρίων”[18].

Η έρευνα ήταν ο τρόπος προσέγγισης της ‘αληθινής εργατικής τάξης’. Στην Ιταλία την εποχή εκείνη υπήρχαν ορισμένες μικρές ομάδες που έκαναν τέτοιες ‘έρευνες’, και συζητούσαν τις πολιτικές συνέπειες. Συνήθως οι ‘έρευνες’ της εποχής έρχονταν απ’ έξω, αν και τα φυλλάδια και οι εργατικές εφημερίδες γράφονταν και παράγονταν μαζί με εργάτες που έπαιρναν μέρος τις ομαδικές συναντήσεις. Γραπτό υλικό έμεινε μόνο από λίγες από αυτές τις έρευνες. Μερικές από τις γνωστές σήμερα έρευνες στην FIAT ή την Olivetti ήταν λίγο πολύ ατομικά επιτεύγματα. Ατομικά επιτεύγματα που ωστόσο επέτρεπαν να τεθούν συγκεκριμένες υποθέσεις που ήταν η βάση για την πολιτική δουλειά.

Από συνεντεύξεις με νεαρούς ακτιβιστές στη FIAT προέκυψε μια νέα εικόνα της εργατικής τάξης, τις ανάγκες της οποίας ο Alquati συνόψισε σε μια νέα μορφή: τους νεαρούς τεχνικούς εργάτες που είχαν την τύχη μιας εξειδικευμένης κατάρτισης στη δουλειά ή σε κάποιο τεχνικό κολλέγιο, που ήταν δυσαρεστημένοι με τη δουλειά στη FIAT, που πίστευαν με σιγουριά ότι θα μπορούσαν να διευθύνουν την παραγωγή – και στην πραγματικότητα έπρεπε να υποστούν ‘ανόητη εργασία’. Σε αυτό το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στις εργατικές απαιτήσεις, την ‘σιγουριά ότι μπορούσαν να διευθύνουν την παραγωγή’, τις δεξιότητες και την πραγματικότητα της δουλειάς – στην καταστροφή των μύθων του νεο-καπιταλισμού – ο Alquati είδε μια εκρηκτική αντίφαση.

Η πρακτική της Έρευνας

‘Βιογραφική προσέγγιση’, ‘εντατικές συνεντεύξεις’, σήμερα όλος ο κόσμος, από τις φεμινίστριες ως τους αριστερούς κοινωνιολόγους εξασκούν αυτές τις μεθόδους έρευνας. Η διαφορά της εργατικής έρευνας είναι ότι ξεκίνησε από μια συλλογική διάσταση: την αυτο-θέσμιση της τάξης, την ανίχνευση του κομμουνισμού στην κίνηση της ίδιας της εργατικής τάξης.

Το Porto Marghera[19] ήταν το εργαστήριο στο οποίο επαληθεύσαμε την κατάσταση των επιστημονικών μεθόδων. Δεν θα μπορούσε κάποιος να αρθρώσει πολιτικό λόγο χωρίς αυτό που θα λέγαμε ‘εργατική έρευνα’. Είμασταν αποφασισμένοι να ξεκαθαρίσουμε και πάλι ποιά συγκεκριμένα ήταν η άποψη των εργατών, επειδή εκείνοι ήταν οι κοινωνικές μορφές που είχαν στρατηγική συνάφεια με τη διαδικασία προς το νέο[20]” .

Υπήρχε μια σοβαρή πολιτική αντιπαράθεση μέσα στην ομάδα για την θεμελιώδη ερώτηση εαν το εργαλείο της κοινωνιολογίας θα μπορούσε να εφαρμοστεί κριτικά. Αυτή η αντιπαράθεση ξεκινούσε από την τάση που μείωνε το Μαρξισμό σε απλή κοινωνιολογία, στην κριτική εφαρμογή των κοινωνιολογικών εργαλείων ως την προσπάθεια μια πλήρους άρσης της διαφοράς ανάμεσα σε ερευνητή και τα ‘αντικείμενα’ της έρευνας, τους εργάτες, με τον στόχο της ‘αυτο-έρευνας των εργατών’. Και οι δύο αυτές θέσεις ονομάζουν την πρακτική τους ‘Conricerca’, που σημαίνει κυριολεκτικά ‘συν-έρευνα’. Η Liliana Lanzardo εξηγούσε το Νοέμβρη του 1994 στο Τορίνο, ότι σήμερα είναι πολύ ευκολότερο να δούμε τη διαφορά ανάμεσα σε εκείνους που ήθελαν να κάνουν μια ακαδημαϊκή έρευνα και εκείνους για τους οποίους ήταν ένα πολιτικό σχέδιο· εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καθόλου ορολογία. Κάποιοι από τους συμμαχητές τους εκείνη την εποχή είναι σήμερα αναγνωρισμένοι κοινωνιολόγοι με την χειρότερη έννοια[21].

Το 1975 ο Alquati είχε ήδη απομυθοποιήσει τα ηρωικά λόγια της εποχής για την πρακτική αυτή. Έγραψε ότι η ‘Εργατική Έρευνα’ ως σύνθημα ήταν μια πρόκληση, γιατί το θεσμικό εργατικό κίνημα ήταν τόσο ‘αντι-εργατικό’ όσο και η αριστερή εργατίστική του φράξια. “Όταν λέγαμε ‘ταξική έρευνα’ στις αρχές του ’60, για μας είχε το ίδιο νόημα όπως και η ‘επανάσταση’ ή η ‘επαναστατική διαδικασία’. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε μια ‘εργατική έρευνα’ με την έννοια της εργατικής αυτο-έρευνας, αλλά μια κοινωνιολογική έρευνα για την εργατική τάξη. Οι λιγοστοί εργάτες που ήταν εκεί ήταν η πηγή της πληροφορίας και της γνώσης, και μετά η ομάδα δούλευε κι άλλο πέρα από το εργοστάσιο, για να ετοιμάσει τη δεύτερη φάση. Ποτέ δεν κατάφερναν στην πραγματικότητα να μεταβούν στη δεύτερη φάση, που προϋπέθετε μια σχέση με τους εργάτες ως σύνολο και έδινε έμφαση στην υποκειμενική κίνηση. Γιατί ο ‘συνολικός εργάτης ως σύνολο’ δεν μπορεί να εξισωθεί με μερικούς εργάτες, αλλά σημαίνει την πολιτική οργάνωση των εργατών. Αυτό δεν υπήρχε, παρά μάλλον ως ο προκάτοχός του, η αυτονομία των εργατών. Γι αυτό το λόγο ένα μέρος της ομάδας είχε κάνει μια κοινωνιολογική έρευνα ‘ως προετοιμασία’ και το άλλο μέρος θεωρούσε την ουσιαστική οργάνωση της εργατικής τάξης ως το μέσο να πραγματώσουν την κοινωνιολογική έρευνα[22].

Οι φοιτητές κοινωνιολογίας μέσα στις ομάδες έκαναν τις πρώτες διερευνήσεις. Οι υπόλοιποι της ομάδας ανησυχούσαν για τις δυσκολίες και θεωρούσαν ότι δεν ήταν αρκετά προετοιμασμένοι. Η δουλειά της έρευνας σημαίνει να επεξεργάζεσαι υλικό για την ανασυγκρότηση της βιομηχανίας, να κάνεις ανάλυση για τις δραστηριότητες στο χώρο εργασίας, έρευνα του μηχανολογικού υλικού και του εργοστασιακού συστήματος με τις αντιφάσεις του και τις πιθανές εκρήξεις του. Υπήρχαν λίγες μόνο, αλλά πολύ εντατικές συνεντεύξεις, “τα πάντα ήταν καινούρια και πολύ ενδιαφέροντα”, περιέγραψε τον ενθουσιασμό της η Liliana Lanzardo. Αλλά δεν ήταν Conricerca, η διαδικασία ήταν γνωστή μόνο στους συνεντευκτές, δεν υπήρχε καθόλου συνεργασία και ισότητα ανάμεσα στον ερευνητή και τον ερευνώμενο. Ήταν εντούτοις πιο πιθανή σε μικρές εταιρείες, όπου οι εφημερίδες των εργαζομένων παράγονταν μαζί με αυτούς. Η επαφή με τους εργάτες γινόταν κυρίως μέσω των συνδικάτων μεταλλεργατών της FIM και FIOM, τα οποία στο Τορίνο στην αρχή ήταν πολύ δεκτικά στο σχέδιο αυτό[23].

Οι αναλύσεις της βιομηχανικής κοινωνιολογίας ανακαλύπτουν επίσης συγκρούσεις παντού. Αλλα συνήθως οι αστοί κοινωνιολόγοι εξετάζουν αυτές τις συγκρούσεις ως προβλήματα που υφίστανται για να επιλυθούν για να βεβαιωθεί η ομαλή λειτουργία του εργοστασίου. Και οι ‘κριτικοί’ κοινωνιολόγοι φανερώνουν ότι οι συγκρούσεις αποδεικνύουν ότι το εργαστάσιο δεν λειτουργεί τέλεια. Σε αντίθεση με αυτά, οι σύντροφοι, μαθημένοι από το Marx, πήραν την αντίθεση στην εργασιακή διαδικασία ως το εναρκτήριο σημείο της έρευνας. Εξού και μπορούσαν να κατανοήσουν πώς οι συγκρούσεις θα μπορούσαν επίσης να είναι λειτουργικές για την παραγωγή αξίας και ποιές λειτουργίες της ιεραρχίας υπάρχουν για να αποτρέπουν αυτές τις συγκρούσεις από το να γίνουν ένας ενιαίος αγώνας.

“Η σοσιαλιστική χρήση της κοινωνιολογίας απαιτεί αναστοχασμό. Απαιτεί εκείνα τα εργαλεία να μελετηθούν στο φως των κύριων υποθέσεων που τίθενται, και που μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: Οι συγκρούσεις μπορούν να μετατραπούν σε ανταγωνισμό και εκ τούτου να πάψουν να είναι λειτουργικές για το σύστημα. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι συγκρούσεις είναι λειτουργικές για το σύστημα, επειδή είναι ένα σύστημα που αναπτύσσεται περαιτέρω από αυτές τις συγκρούσεις.”

Ωστόσο, η σχέση ανάμεσα στην σύγκρουση και τον ανταγωνισμό διερευνάται καλύτερα σε συνθήκες αγώνα, αυτό που ο Panzieri ονομάζει “καυτή έρευνα”, επειδή “οι εργάτες έχουν ορισμένες αξίες σε κανονικές εποχές που δεν έχουν πια σε εποχές ταξικής σύγκρουσης, και τούμπαλιν”. Η σχέση ανάμεσα στην εργατική αλληλεγγύη και την απόρριψη του καπιταλιστικού συστήματος πρέπει να διερευνηθεί: “… σε ποιό σημείο οι εργάτες, αντιμέτωποι με την άνιση καπιταλιστική κοινωνία, συνειδητά απαιτούν μια κοινωνία ισότητας και σε ποιό βαθμό έχουν συνείδηση ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει μια κοινή κοινωνική αξία[24]”. Είναι ωστόσο φανερό σε αυτό το κείμενο ότι σε μερικά βασικά σημεία ο Panzieri δεν μπορεί να ξεφύγει από τον προηγούμενο ρόλο του του κομματικού αξιωματούχου. Γράφει για την δυνατότητα να εξακριβωθεί και να αυξηθεί” η συνειδητοποίηση των εργατών.

Ο ανταγωνισμός στην παραγωγή

Στην εισαγωγή στην Ιταλική έκδοση του ‘Ημερολογίου ενός εργάτη της Renault’, του Daniel Mothé, ο Panzieri επεκτάθηκε για τον ανταγωνισμό στην σχέση παραγωγής.

Το βιβλίο […] ξεπερνά τις συνηθισμένες μαρτυρίες για τις συνθήκες του εργάτη, συνθήκες που κυρίως εκφράζουν μάλλον συμπόνοια για την κατάσταση του εργοστασιακού εργάτη (και τίποτα παραπάνω). Στο ημερολόγιο του Mothé τα προβλήματα της εργατικής τάξης σε ένα σύγχρονο μεγάλο εργοστάσιο, σε όλη την πολυπλοκότητά τους και στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, αναδεικνύονται βήμα-βήμα μέσα από τις προσεκτικές και περίσκεπτες παρατηρήσεις της καθημερινότητας σε ένα τμήμα. Το βιβλίο ασχολείται με την αρχή της ορθολογικής οργάνωσης της εργασίας. Υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα από τη μια στην προσπάθεια για μια ορθολογική οργάνωση της εργασίας που απομονώνει τους εργάτες όλο και περισσότερο· και από την άλλη στις συνθήκες μέσα στις οποίες η εργασία πρέπει να αναπτυχθεί, που οι ίδιες οδηγούν στο συνεχές σπάσιμο των διαταγών προκειμένου η παραγωγή να τρέχει και να έχει λογική. Ο εργάτης πρέπει να αγωνιστεί ενάντια στην υλοποίηση αυτών των ‘εξορθολογισμών’, οι οποίες πρέπει να αποκλείουν κάθε ανθρώπινη εμπειρία για να τεθούν σε λειτουργία: ακόμα και την νόμιμη ανάγκη να συνδεθεί με τον συνάδελφο δίπλα του – μια ανάγκη εντός της οποίας εμφανίζεται η αξία μιας αδιάσειστης αλληλεγγύης – και την εμπειρία της εργασίας που οδηγεί τον εργάτη να κατανοήσει τα προβλήματά του σαν συλλογικά”[25].

Το κείμενο της Olivetti από τον Alquati είναι ένα καλό παράδειγμα του πως οι Ιταλοί Εργατιστές χρησιμοποίησαν εκείνα τα προκαταρκτικά έργα του Mothé και άλλων με παραγωγικό τρόπο. Με μια από τις συζητήσεις του με τους εργάτες θέλουμε να δείξουμε πως εφάρμοσε την ιδέα του Mothé ότι “οι κανόνες πρέπει να σπάνε συνέχεια ώστε να τρέχει η παραγωγή”, στην έρευνα[26]. Οι εργάτες, που στην αρχή θεωρούσαν δεδομένους όλους τους επίσημους μύθους για την οργάνωση της εργασίας στην Olivetti, κάποτε μια πολύ ‘σύγχρονη’ επιχείρηση, κατέληξαν στο ακόλουθο συμπέρασμα: “Τα πάντα εδώ είναι οργανωμένα και προκαθορισμένα, ως τις μικρότερες λεπτομέρειες, και παρόλα αυτα, υπάρχουν πολλά σημαντικά πράγματα για τη δουλειά που δεν λειτουργούν. Αν κάποιος δει πόσο λεπτομερειακά φροντίζεται εδώ η οργάνωση, η οποία ακόμα και τότε δεν μπορεί να λειτουργήσει, θα μπορούσε να πιστέψει ότι η οργανωμένη ανοργανωσιά μελετάται στην Olivetti”[27].

Ο Alquatti συνεχίζει ώστε να συνάγει την αρνητική πλευρά αυτής της ‘κριτικής των εργατών’ και μορφοποιεί την υπόθεση ότι ο εργάτης ως άτομο είναι ανίκανος να δει τη βασική συλλογική αντίφαση μέσα στις καθημερινές μικρές αντιφάσεις – και ακριβώς επειδή “σε εκείνες τις μικρο-συγκρούσεις οι συνολικές βασικές αντιθέσεις του συστήματος γίνονται ένα, αναπτύσσονται και διατηρούνται”[28]. Η βασική αντίθεση είναι ότι στον καπιταλισμό η εργασιακή διαδικασία και η διαδικασία παραγωγής της αξίας ενώνονται σε μια διαδικασία, και ο εργάτης στέκεται στη μέση της. Ο καπιταλιστής ενδιαφέρεται για το κέρδος, το οποίο στηρίζεται στο εμπόρευμα που περιέχει την υπεραξία, δηλαδή την διαδικασία παραγωγής αξίας. Αλλά μόνο αγαθά που έχουν αξία χρήσης μπορούν να πουληθούν, που έχουν γίνει χρηστικά μέσα από την εργασιακή διαδικασία. Στην διαδικασία παραγωγής ως αντιφατική ενότητα της εργασίας και της διαδικασίας παραγωγής αξίας, ο εργάτης είναι από τη μια εκπαιδευμένος να φροντίζει να διατηρείται η ποιότητα (ώστε τα αγαθά να παραμένουν ευπώλητα), και από την άλλη πρέπει να παράγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα και περισσότερα, για να αυξήσει την παραγωγή υπεραξίας. “Ο εργάτης, κλειδωμένος στην σφαίρα του της αξίας χρήσης, δεν μπορεί να αναπτύξει την κατανόηση της αντίφασης αυτής γιατί η κριτική του παραμένει ατομική και αρχίζει από το σημείο που κάποιος θα μπορούσε να παράγει τα προϊόντα πιο ορθολογικά, με λιγότερες κινήσεις των χεριών, με καλύτερη ποιότητα, κλπ. Επιπλέον, η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας στην πραγματικότητα βεβαιώνει ότι ο εργάτης ως άτομο τελειοποιεί την εκμεττάλευση μέσα από την ‘κριτική ́του. Πρέπει συνεχώς να καταφέρνει να καερδίζει χώρους αναπνοής, για να κάνει την εργασία έστω και λίγο υποφερτή· χώρους αναπνοής που ο χρονομέτρης παίρνει λίγο-λίγο, και το αποτέλεσμα είναι ότι οι τρόποι και τα μέσα που κερδίζει αυτές τις αναπνοές στο τέλος του επανέρχονται ως ‘εφεύρεση’. Στο εργοστάσιο “ο εργάτης, για να επιβιώσει, αναπτύσσει το μηχανισμό που τον συμπιέζει, κάτι που έχει την ελευθερία να πράττει μαζί με τους άλλους εργάτες”[29]. Αυτό ενέχει τους εργάτες, στην συνεργασία μεταξύ τους, να σπάνε συνεχώς τους επίσημους κανόνες και να αναδιοργανώνουν συνεχώς την διαίρεση της εργασίας αναμεταξύ τους[30].

Στη συζήτησή του με τους εργάτες της Olivetti, ο Alquatti ανέπτυξε επίσης επιχειρήματα για να διερευνήσει περαιτέρω και να φανερώσει το συλλογικό πυρήνα ολόκληρου του ερωτήματος αυτού. Ο εργοδότης πρέπει να βεβαιώσει το ‘μύθο της αξίας χρήσης’ στους εργάτες, και όχι μόνο για να βεβαιώσει ότι τα αγαθά θα είναι συνεχώς ευπώλητα. Είναι την ίδια στιγμή το πιο σημαντικό μέσο του για να επιβάλλει πολιτικά την παραγωγή υπεραξίας[31]. Χωρίς αυτό το ‘μύθο της αξίας χρήσης’ οι εταιρείες θα έχαναν τη ‘συνεργασία’ των εργατών. “Στην απογοήτευση των μεγαλύτερων προσδοκιών του σε σχέση με την τεχνολογία, και στο γενικό πρόβλημα της ποσοτικής ανάπτυξης της κατανάλωσης, ο εργάτης δεν είναι καν ικανός να αποδείξει εαν η αξία χρήσης είναι σε αποφασιστική διαλεκτική σχέση με άλλους καθορισμένους στόχους, που δεν γνωρίζει γιατί μένουν κρυμμένοι από εκείνον και συνεχώς απογοητεύουν την κατανόησή του για την εργασία”[32]. Ο Alquatti συνεχίζει, “αν κάποιος ρωτά και τον ‘εργάτη συναρμολόγησης’ και τον ελεγκτή γιατί τα πράγματα οργανώνονται όπως είναι και ποιό ρόλο παίζουν στ’ αλήθεια, τότε οι περισσότεροι απαντούν ότι ποτέ δεν το κατάλαβαν. Ένα πράγμα είναι ωστόσο φανερό σε όλους: ότι ο ελεγκτής σε καμμία περίπτωση δεν έχει το ρόλο του ανώτατου ιερέα της ποιότητας, […] ότι η λειτουργία του ποιοτικού ελέγχου ακόμη εναποτίθεται κυρίως στον εργάτη συναρμολόγησης”[33].

Ο Alquatti ανέπτυξε ερωτήματα από αυτή τη διαπίστωση, τα οποία μετά έθεσε στους εργάτες, μερικοί εκ των οποίων ξεκίνησαν να κάνουν τις δικές τους ‘μικρές έρευνες’: ποιός κάνει τελικά τον ποιοτικό έλεγχο στην πραγματικότητα; Ποιός είναι ο ρόλος των ‘ελαττωματικών’ που απορρίπτει ο ελεγκτής; Γνωρίζει ο τεχνικός εργάτης; Μήπως το έχουν σχεδιάσει; Και τι κάνει ο εξειδικευμένος μηχανικός; “Αυτή η συνολική πολυπλοκότητα τελικά οδηγεί σε μια ουσιώδη συζήτηση για την εκμετάλλευση, την εκλογίκευση και τη γραφειοκρατία – και για τον ταξικό αγώνα. Οι εργάτες οι ίδιοι συχνά πέφτουν σε αυτό το βασικό σφάλμα. Θέτουν τη μια εργασία ως διακριτή και αντιτιθέμενη από την άλλη, και έτσι πυροδοτούν τον πολιτικό μηχανισμό που το μάνατζμεντ της εταιρείας έχει δημιουργήσει με αυτές τις μυστικοποιήσεις[34]”. Σε ένα άλλο κομμάτι για την έρευνα ο Alquatti κριτικάρει αυτή την αντίθεση. Αν οι εργάτες λένε, για παράδειγμα, “οι ελεγκτές είναι αχρείαστοι, στην πραγματικότητα εμείς κάνουμε τους ελέγχους”, θέτει μετά την ερώτηση: “Και ποιο ρόλο τότε παίζουν οι ελεγκτές;”. Καταλήγει ότι δεν είναι για την ποιότητα, δηλαδή την αξία χρήσης, αλλά για την ικανοποίηση των σχεδίων που αναλαμβάνουν την παραγωγή αξίας. Πως εκτελείται το σχέδιο, πως καταφέρνουν να παράγουν αξία χρήσης τη δεδομένη στιγμή, μόνο οι εργάτες το γνωρίζουν.

Από αυτά τα λίγα αποσπάσματα φαίνεται ξεκάθαρα πως ο Alquatti και τα Quaderni Rossi κάνουν μια αποφασιστική αλλαγή της κατεύθυνσης της έρευνας. Οι εργάτες δεν είναι τα ασυνείδητα υποκείμενα, στους οποίους οι σοσιαλιστές πρέπει να εξηγήσουν ότι ο καπιταλισμός είναι κάτι με πολλές αντιφάσεις. Αλλά μάλλον πρέπει να βρούν, μαζί με τους εργάτες, πού στις καθημερινές συγκρούσεις υπάρχει η δυνατότητα για κοινό αγώνα.

Ακόμα και αν οι υποθέσεις για αυτές τις έρευνες ήταν συχνά λανθασμένες στις λεπτομέρειές τους, η βασική θέση ότι οι εργάτες δεν ήταν ενσωματωμένοι και δεν είχαν γίνει ‘μεσαία τάξη’, αλλά ότι ούτε ακόμα μπορούσαν να γίνουν το υποκείμενο του ταξικού αγώνα, επιβεβαιώθηκε στο απεργιακό κίνημα του 1961/1962. Λάθη γίνονται συχνά όταν κάποιος προσπαθεί να βρεί ένα καινούριο, κεντρικό υποκείμενο ή όπου οι παλιές πνευματικές και (λενινιστικές) κακές συνήθειες ξανα-εμφανίζονταν, πχ. ότι κάποιος θα μπορούσε να κατανοήσει εκ των προτέρων τους ταξικούς αγώνες (“να αναμένει τον ταξικό αγώνα”), ή επίσης όλο το επιχείρημα για το ‘κεντρικό υποκείμενο’, που είναι μια από τις χειρότερες κληρονομιές του εργατισμού, και που συχνά αποτρέπει την αληθινή έρευνα. Απροσδόκητα, μια μορφή εργαζομένου έπαιξε σημαντικό ρόλο σε εκείνους τους αγώνες, μια μορφή που οι εργοστασιακές έρευνες δεν είχαν δώσει ιδιαίτερη προσοχή ως τότε: ο νεαρός, ανειδίκευτος εργάτης που είχε μεταναστεύσει από τον αγροτικό νότο, που αργότερα αναφερόταν απλά ως “εργάτης-μάζα”. Ωστόσο, στη βάση της παλιότερης δουλειάς και της συνεργασίας με νεο-εμφανιζόμενες ομάδες εργατών οι σύντροφοι μπορούσαν πολύ γρήγορα να ενημερώσουν τη θεωρητική τους δουλειά, σε συνάφεια με τη σύγχρονη φάση του ταξικού αγώνα.

Μαζί με το νέο κύμα απεργιών αναπτύχθηκε μεγάλο ενδιαφέρον για την πληροφόρηση και τη συζήτηση ανάμεσα στους εργάτες. Επομένως μεταφέρθηκε η εστίαση της πολιτικής δουλειάς. Πάνω απ’ όλα η conricerca τώρα συνεπαγόταν την επιβεβαίωση ότι η πληροφορία για τους αγώνες θα διαδιδόταν. Οι ομάδες των ακτιβιστών ‘από έξω’ που είχαν επαφές στις πύλες των εργοστασίων τώρα θεωρούσαν καθήκον τους να φροντίζουν την “οριζόντια κυκλοφορία των αγώνων”, δηλ. να μοιράζουν το φυλλάδιο ή μια μικρή εφημερίδα για μια μικρή απεργία στους εργάτες άλλων εργοστασίων της ίδιας περιοχής. Ή να γνωστοποιούν την απεργία σε ένα τμήμα στους εργάτες ολόκληρου του εργοστασίου. Υπήρχαν επίσης προσπάθειες να συμπεριληφθούν οι ίδιοι οι εργάτες στις εκδοτικές ομάδες αυτών των εφημερίδων. Ένας ακτιβιστής από την Potere Operaio της περιοχής της Biella περιέγραφε το ρόλο αυτών των εξωτερικών ως εξής: “Ήμασταν οι ταχυδρόμοι των εργατών”. Και ο Guido Bianchini από την Potere Operaio της περιοχής Veneto-Emilia: “Θέλαμε να βοηθήσουμε στη διάδοση αυτών των αγώνων, να σπάσουμε τις παλιές δομές… Πηγαίναμε στις πύλες των εργοστασίων, αλλά όχι για να κάνουμε ‘ψήσιμο’, δεν θέλαμε να είμαστε το κόμμα που δίνει τη γραμμή. Ρωτούσαμε τους εργάτες τι θέλανε”[35].

Η πολιτική κατάσταση ευνοούσε την επιτυχία αυτής της μεθόδου προσέγγισης εκείνα τα χρόνια. Έφερνε τους ακτιβιστές από διαφορετικές πολιτικές οργανώσεις μαζί. Επομένως οι ομάδες δεν ήταν πολιτικά ομοιογενείς, αλλά η κοινή αναφορά στην εργατική τάξη στο κίνημα έκανε δυνατή τη συνεργασία.

Παρέμβαση και Οργάνωση

Τα Quaderni Rossi μόνο μερικώς έσπασαν τους δεσμούς με το ‘εργατικό κίνημα’ όταν σχηματίστηκε ως περιοδικό. Για παράδειγμα ο Alquatti παρουσίασε μια εισήγηση για τη ‘νέα δύναμη στη FIAT’ σε συνέδριο του PSI. Η αντιπαράθεση για την ‘ταξική ενότητα’ και οι διαφορετικές απόψεις για το ρόλο των καθηκόντων του κόμματος χαρακτήριζαν τις εσωτερικές συζητήσεις από την αρχή και σύντομα οδήγησαν στην δημιουργία φράξεων.

Στην αρχή στο Τορίνο υπήρχε ακόμη μια επισήμη συνεργασία με το τοπικό παράρτημα του Συνδικάτου Μεταλλεργατών, που ήταν πολιτικά σε αδιέξοδο και έλπιζαν για καινούριες ιδέες. Στο πρώτο τεύχος των Quaderni Rossi μερικοί συνδικαλιστές είχαν υπογράψει τα άρθρα τους με τα πλήρη ονόματά τους, για παράδειγμα ο Vittorio Foa, ο οποίος λίγο καιρό αργότερα δεν ήθελε καμία σχέση με τους “εξτρεμιστές”. Η συνεργασία με το συνδικάτο βρέθηκε σε κρίση όταν ένα μέρος της συντακτικής ομάδας υποστήριξε μια παράνομη απεργία (wildcat strike) των εργατών στη συντήρηση της FIAT το καλοκαίρι του 1961. Η πλευρά του συνδικάτου ‘οριστικοποίησε’ τη διακοπή των σχέσεων μετά τα γεγονότα στην Piazza Statuto στο Τορίνο της Ιταλίας τον Ιούλιο του 1962.

Το Μάιο του 1962 ο Panzieri καθόρισε τα καθήκοντα της ομάδας σε ένα γράμμα στο μέλος της συντακτικής επιτροπής Asor Rasa με τον ακόλουθο τρόπο:

Πιστεύω ότι πρέπει να θέσουμε την απεργία για τη συλλογική σύμβαση των μεταλλεργατών στο κέντρο της δουλειάς μας […] Πείθομαι όλο και περισσότερο για την ύπαρξη δυνατοτήτων ανοιχτών για μια επαναστατική γραμμή. Αλλά πρέπει να απαλλαχθούμε από τα τελευταία ίχνη του ‘συμπλέγματος της μειονότητας’ και να επωμιστούμε τη φλόγα της αναζήτησης μιας νέας στρατηγικής, μέσα στην κρίση των οργανώσεων. Είναι ακόμη πιο ουσιαστικό για μας αν δεν θέλουμε να είμαστε μια μικρή σέκτα που κατέχει την αλήθεια, αλλά μάλλον ριζοσπάστες που κάνουν μια αξιόλογη συνεισφορά στην αναγκαία νέα οργάνωση της εργατικής τάξης, ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες ριζοσπάστες αυτή τη στιγμή, και μέσα στις οργανώσεις. Κατά την άποψή μου πρέπει να αναθεωρήσουμε, να τροποποιήσουμε, και αν είναι αναγκαίο να αλλάξουμε πλήρως, τα εργαλεία παρέμβασής μας χρησιμοποιώντας αυτά τα κριτήρια […] Μπορούμε να δούμε την εμφάνιση ενός νέου εργατικού κινήματος, αλλα το να προετοιμάσουμε μια στρατηγική γι αυτό δεν είναι μια στιγμιαία διαδικασία. Μπορούμε να δούμε ότι το νέο αυτό κίνημα ορίζει τα καθήκοντά μας σήμερα, καθήκοντα ολοσδιόλου νέα. Τα χαρακτηριστικά της υλικής μορφής του συλλογικού εργάτη δεν κρύβονται απλά μέσα στην καρδιά του κεφαλαίου, αλλά μπορεί να γίνει συνειδητός μόνο συλλογικά, με τον δικό του τρόπο. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι αναγκαία μέσα στον αγώνα και εκεί η ενότητα και το επαναστατικό δυναμικό μεγαλώνει […] Είναι για την εύρεση ορισμένων μορφών διαμεσολάβησης. Επειδή ενώ το κεφάλαιο διαστρεβλώνει τον αγώνα των εργατών και τον παρουσιάζει ως μια ‘αδιαμεσολάβητη’ απάντηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, δημιουργεί ψευδείς στρατηγικές. Τα ‘καινούρια’ δυναμικά για επανάσταση δεν ανακύπτουν από τον καπιταλιστικό σχεδιασμό, αλλά από την ανατροπή των αποφασιστικών σημείων του καπιταλιστικού σχεδιασμού από τους εργάτες[36]”.

Παρ’ όλ’ αυτά, η ομάδα εξεπλάγη από τις διαστάσεις της προλεταριακής οργής που εμφανίστηκε τον Ιούλη του 1962 στην τριήμερη μάχη στο δρόμο. Πριν την αρχή της γενικής απεργίας των μεταλλεργατών τα Quaderni Rossi είχαν προτείνει μια δημόσια συνάντηση με το PSI, αλλά αυτή δεν έγινε. Μετά έκαναν τη δική τους έκκληση στους εργάτες της FIAT, ξεκινώντας με την πρόταση: “Εργάτες της FIAT, πίσω από την πλάτη σας και χωρίς να σας ρωτήσουν, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, στην υπηρεσία των αφεντικών, έχουν υπογράψει ένα ξεχωριστό συμβόλαιο μισθών και συνθηκών, για να ρευστοποιήσουν τον αγώνα και τη δύναμη των εργατών της Φιατ…”[37]. Το γεγονός ότι στο κείμενο γινόταν επίθεση χωρίς διακρίσεις στα συνδικάτα, δηλαδή δεν γινόταν διάκριση ανάμεσα στο εργοδοτικό σωματείο της FIAT και το ‘αριστερό’ συνδικάτο, έβαλε σε μπελάδες τους συνδικαλιστές της ομάδας. Καθώς έγινε προσωπική επίθεση στον Panzieri ότι ήταν εξτρεμιστής προβοκάτορας από τον τύπο του PCI, αυτός καταδίκασε την οδομαχία ότι κατέστρεφε τις δράσεις της εργατικής τάξης”. Κάτι που δεν αντιστοιχούσε στην άποψη της ομάδας.

Ένα μέρος της ομάδας προσκείμενο στον Negri ερμήνευσε τα γεγονότα στην Piazza Statuto ότι η εργατική τάξη έσπαγε τους δεσμούς της με το θεσμικό εργατικό κίνημα (συνδικάτα και κόμματα) ως έκφραση της αυτονομίας της εργατικής τάξης που τώρα δεν είχε αντιπροσώπευση. Το κύριο άρθρο του πρώτου τεύχους της εργοστασιακής εφημερίδας Gatto Selvaggio (Άγρια Γάτα) είχε τον τίτλο: “Στο σαμποτάζ ο αγώνας συνεχίζεται και οργανώνει την ενότητα”. Ο Panzieri έκανε σφοδρή κριτική αυτής της θέσης. Έκανε κριτική στην εφημερίδα για την θετική αξιολόγησή της Piazza Statuto και της “άγριας ιδεολογίας του σαμποτάζ” και μίλησε για τη “φιλοσοφία της εργατικής τάξης” στο άρθρο του Tronti. Η θέση του Panzieri ήταν παρόμοια και τα χρόνια ως το θάνατό του το 1964. Παρά τη ρητορική δεν ήθελε μια απευθείας αντιπαράθεση με μια τις ιστορικές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Έβλεπε μάλλον το ρόλο των Quaderni Rossi ως μια μακροπρόθεσμη υπολογισμένη δημιουργία ενός επαναστατικού πλαισίου και ήταν κάθετα αντίθετος σε κάθε βεβιασμένο ή επιπόλαιο πρόγραμμα ίδρυσης νέων οργανώσεων.

Ένα πολιτικό κόμμα της τάξης;

Μέσα στα Quaderni Rossi υπήρχαν τρεις τάσεις, οι οποίες μέσα στον ενθουσιασμό τους είχαν καταφέρει να συνεργαστούν στα πρώτα δύο τεύχη. Όταν εμφανίστηκε το τρίτο τεύχος, υπήρχαν ήδη δύο σημειώματα του εκδότη. Η ομάδα διασπάστηκε για την απόφαση του ‘πως’ έπρεπε να γίνεται η πολιτική παρέμβαση, μέσα στην ανάπτυξη των αγώνων. Μετά από αυτή την εξέλιξη, διασπάστηκαν στην ομάδα των ‘politicos’ (‘πολιτικών’)[38], στους ‘άγριους’, που αντιπροσώπευαν την εργοστασιακή εφημερίδα Gatto Selvaggio· και την ομάδα γύρω από τον Negri που ξεκίνησε το πρότζεκτ Classe Operaia [Εργατική Τάξη], μια εφημερίδα που στόχευε τους ίδιους τους εργάτες αντί για τους διανοούμενους και τους κομματικούς και συνδικαλιστικούς αξιωματούχους[39]. Το κύριο άρθρο στο πρώτο τεύχος ‘Ο Λένιν στην Αγγλία’ από τον Mario Tronti[40] θέτει προγραμματικά το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης. Σε αντίθεση με την ορθόδοξη άποψη αυτό το ζήτημα για τον Τronti αφορά το επίπεδο της τακτικής:

Αυτή τη στιγμή το κεφάλαιο είναι καλύτερα οργανωμένο από την εργατική τάξη: οι αποφάσεις που η εργατική τάξη επιβάλλει στο κεφάλαιο, έχουν τον κίνδυνο να το ενδυναμώσουν […] Η εργατική τάξη έχει αφήσει όλα τα πρακτικά προβλήματα στα χέρια των παραδοσιακών οργανισμών της για να διατηρήσει μια αυτόνομη στρατηγική προοπτική, ελεύθερη από εμπόδια και χωρίς συμβιβασμούς […] Η ιστορία των προηγούμενων εμπειριών χρησιμεύει για να απελευθερωθούμε από αυτό. Πρέπει να εμπιστευθούμε μια νέα μορφή επιστημονικής πρόβλεψης. Γνωρίζουμε ότι η συνολική αναπτυξιακή διαδικασία ενσωματώνεται στα νέα επίπεδα ταξικού αγώνα. Και έτσι το σημείο αφετηρίας βρίσκεται στην ανακάλυψη συγκεκριμένων νέων μορφών αγώνα των εργατών, που δείχνουν ένα συγκεκριμένο τύπο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ανάπτυξης που δείχνει στην κατεύθυνση της επανάστασης […] Αλλά η πρακτική εργασία που αναπτύσσεται στη βάση των εργαστασιακών απαιτήσεων […] μια συνεχής αξιολόγηση και επικοινωνία σε πολιτικό επίπεδο, που γενικεύει αυτή την πρακτική εργασία. […] Στη σύγχρονη φάση του ταξικού αγώνα είναι αναγκαίο να αρχίσουμε από την ανακάλυψη μιας πολιτικής οργάνωσης, όχι από μια πρωτοπορία, αλλά από τη συμπαγή κοινωνική μάζα, που γίνεται η εργατική τάξη της περίοδου της ιστορικής της ωρίμανσης. Ακριβώς εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού της, η εργατική τάξη είναι η μόνη επαναστατική δύναμη που είναι απειλητική και ελέγχει σε τρομερό βαθμό την εξουσιαστική τάξη […] Με τη συνεχή πάλη στο εργοστάσιο, σε νέες συνεχώς μορφές, που μπορούν να ανακαλυφθούν μόνο από την πνευματική φαντασία της παραγωγικής εργασίας, οι εργάτες αντικαθιστούν το γραφειοκρατικό κενό με μια κοινή πολιτική οργάνωση. Η επαναστατική διαδικασία δεν μπορεί να ξεκινήσει χωρις την γενίκευση της πολιτικά αδιαμεσολάβητης προλεταριακής οργάνωσης. Οι εργάτες το γνωρίζουν αυτό, γι’ αυτό και δεν τους βρίσκουμε στις πολιτικές εκκλησίες να τραγουδάνε τις δημοκρατικές ψαλμωδίες της επανάστασης. Η πραγματικότητα της εργατικής τάξης είναι μια για πάντα δεμένη με το όνομα του Marx. Η αναγκαιότητα της πολιτικής τους οργάνωσης είναι εξίσου δεμένη τελικά με το όνομα του Lenin”[41].

Ένα χρόνο μετά ήταν ξεκάθαρο, τουλάχιστον για τη φράξια της Ρώμης, ότι αυτό το κόμμα θα μπορούσε μόνο να είναι το ‘ταξικό κόμμα’, το PCI, ανανεωμένο από την ‘σωματιο-ποίηση’, και τους ‘εργοστασιακούς κομμουνιστές’. Και έτσι η επαναστατική αναστροφή των επιπέδων της στρατηγικής και της τακτικής του Tronti κατέληξε σε μια πολύ παραδοσιακή έννοια οργάνωσης.

Αφού αυτή η φράξια έφυγε από την συντακτική ομάδα των Quaderni Rossi μετά το τρίτο τεύχος, ο Panzieri συνέχισε μαζί με τους ‘κοινωνιολόγους’ και άλλους από το Torino, με τεράστιες ψευδαισθήσεις ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν το παλιό πρόγραμμα της έρευνας – και πάντα με φόβο μήπως περιθωριοποιηθούν ως σέχτα. Η πολιτική συζήτηση λάμβανε χώρα κυρίως με το συνδικάτο και το PSIUP, την πτέρυγα του PSI που διαχωρίστηκε από το κόμμα το 1964 για την συμμετοχή στην κυβέρνηση και στην οποία μερικά από τα μέλη της συντακτικής ομάδας είχαν προσχωρήσει.

Και οι δύο ομάδες που εγκατέλειψαν τα Quaderni Rossi διαλύθηκαν μέσα σε 2 χρόνια, πριν οι νέοι αγώνες των κινημάτων των φοιτητών και των εργατών το 1968/1969 άλλαξουν τελείως την κατάσταση στην Ιταλία. Αλλά ως τάσεις είχαν μια διαρκή και αναζωογονητική επίδραση στη πολιτική συζήτηση. Πολλές από τις βασικές τους προσεγγίσεις και σκέψεις χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ή έγινε κατανοητό πόσο πολύτιμες ήταν. Πολλές έχουν επίσης χαθεί και θα μπορούσαν να είναι πολύ ωφέλιμες σήμερα.

Το φυλλάδιο αυτό μοιράστηκε από συντρόφους των Quaderni Rossi στις πύλες της FIAT το βράδυ πριν την γενική απεργία των μεταλλεργατών για τις εθνικές συμβάσεις μισθών και συνθηκών εργασίας το 1962:

Εργάτες της FIAT

Πίσω από τις πλάτες σας και χωρίς να σας ρωτήσουν, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, στην υπηρεσία των αφεντικών, έχουν υπογράψει μια ξεχωριστή συμφωνία μισθών και συνθηκών εργασίας, για να ρευστοποιήσουν τον αγώνα και τη δύναμη των εργατών της FIAT. Τώρα είναι η σειρά σας να αποφασίσετε και να εξηγήσετε τί θέλετε και τί δεν θέλετε. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιά είναι η στροφή των αφεντικών και ποιά θα πρέπει να είναι η απάντηση των εργατών.

Οι θέσεις της Confidustria[42] και των επιχειρήσεων που ελέγχονται από το κράτος είναι φανερές: τα Ιταλικά αφεντικά είναι προετοιμασμένα να κάνουν μικρές υποχωρήσεις και να απαιτήσουν σε αντάλλαγμα να μην υπάρξουν πραγματικοί εργατικοί αγώνες τα επόμενα 3 ή 4 χρόνια.

Ο αγώνας των εργατών τα τελευταία χρόνια έχει ξεσκεπάσει αυτή την επιθυμία των αφεντικών. Έχει κάνει ξεκάθαρο ότι η ανάπτυξη του αγώνα των εργατών στα επόμενα χρόνια ακόμα υφίσταται.

Στην Ιταλία έχει δρομολογηθεί μια εντατικότατη οικονομική ανάπτυξη, που πρόκειται να φέρει στα αφεντικά τεράστια κέρδη, με συνέπεια τις τεράστιες αυξήσεις στη συσσώρευσή κεφαλαίου τους. Η Valetta, μερικές μέρες πριν έκανε φανερό ότι ο καπιταλισμός θέλει να εξαναγκάσει τη σταθεροποίηση της οικονομικής ανάπτυξης υπό τον έλεγχό του και μέσα και έξω από το εργοστάσιο. Στον αγώνα σήμερα το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε σταυροδρόμι: είτε η καπιταλιστική εξουσία θα σταθεροποιηθεί, με τα καπρίτσια της και το δεσποτισμό της, είτε η εργατική τάξη θα βρεί τον εαυτό της ξανά και θα οργανωθεί ενάντια στο κεφάλαιο. Με αυτή την κατάσταση οι συνθήκες έχουν τεθεί για τις αποφάσεις και την ανάπτυξη του καπιταλισμού, μέχρι την τελική ήττα του.

Εργάτες της FIAT

Το αποφασιστικό σημείο του αγώνα σήμερα είναι η FIAT, επειδή ο τομέας της μεταλλοβιομηχανίας είναι στο κέντρο της καπιταλιστικής επέκτασης και η FIAT είναι στο κέντρο αυτού του τομέα.

Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι εργάτες της FIAT αντιμετωπίζουν τη δύσκολη απόφαση είτε να επιστρέψουν σε μια κατάσταση απομόνωσης όπου ο δεσποτισμός των αφεντικών έχει την ελευθερία – ή χειρότερα, το νόημα: επιτάχυνση της εργασιακής διαδικασίας, αυθαίρετες πιστοποιήσεις, απολύσεις, αλλαγή τμημάτων, που όλα συνοψίζονται από τον αβάσταχτο δεσποτισμό της εταιρείας της FIAT ενάντια στους εργάτες· είτε να γίνουν η συνειδητοποιημένη πρωτοπορία μιας ισχυρής και ενωμένης εργατικής τάξης.

Εργάτες της FIAT

Το σχέδιο των Ιταλών αφεντικών έτσι μοιάζει σήμερα: θέλουν να διαιρέσουν τον αγώνα των Ιταλών μεταλλεργατών, διαχωρίζοντας τις διαπραγματεύσεις συμβολαίων των κρατικών εταιρειών και των ιδιωτικών, και επιβάλλοντας ένα εταιρικό συμβόλαιο στη FIAT. Αν μπορέσουν να το επιβάλλουν πριν η εργατική τάξη της FIAT φτάσει σε μια απόφαση τότε ο μεγάλος αυτός αγώνας θα έχει χωριστεί. Αυτός ο αγώνας είναι τόσο σημαντικός για ολόκληρη την ταξική πάλη. Και ο ιταλικός καπιταλισμός, στον οποίο ο εργατικός αγώνας έχει προκαλέσει τόσες δυσκολίες, θα μπορεί πάλι να πιέσει εύκολα για την ολοκλήρωση του σχεδίου του.

Εργάτες της FIAT

Σήμερα κρατάτε στα χέρια σας τη δυνατότητα να κάνετε τα σχέδια των αφεντικών να αποτύχουν. Δεν είστε πια απομονωμένοι μεταξύ σας και από την υπόλοιπη ιταλική εργατική τάξη. Το σύνθημά σας πρέπει να είναι: καμμία υποχώρηση από το δρόμο της ενότητας του αγώνα όλων των Ιταλών μεταλλεργατών.

Έχετε ήδη εκπληρώσει την πρώτη και αποφασιστική συνθήκη της νίκης επί του κεφαλαίου.

Μπροστά στη δύναμη της ενότητάς σας, το κεφάλαιο είναι πιο αδύναμο από σας. Στα χέρια σας βρίσκεται όχι μόνο το κλειδί στι στο σημερινό αγώνα, αλλά και το κλειδί για το μέλλον του αγώνα του ιταλικού προλεταριάτου.

Εργάτες της FIAT

Κανείς εκτός από εσάς δεν μπορεί να απαντήσει στις περιστροφές των αφεντικών, που πολλαπλασιάζονται για να σας απομονώσουν και να σας κάνουν αδύναμους μπροστά στην εξουσία του κεφαλαίου.

Κάθε στροφή των αφεντικών και κάθε απόφαση που αντιμετωπίζετε, πρέπει να την αντιμετωπίσετε συλλογικά.

Η διαμαρτυρία σας έχει γίνει οργάνωση τις τελευταίες εβδομάδες. Ήταν το λιγότερο στην αρχή της οργάνωσης των εργατών. Έχετε αυθόρμητα βρεθεί μεταξύ σας, για να συζητήσετε, να αποφασίσετε – ομάδα με ομάδα, τμήμα-τμήμα.

Έχετε πάει κατευθείαν στα εργασιακά συμβούλια για να συζητήσετε. Έχετε τοποθετήσει ανακοινώσεις για την απεργία στα σωστά μέρη, για να συζητήσετε με τους αβέβαιους συναδέλφους και να τους πείσετε.

Αυτή είναι η πρώτη μορφή μιας πραγματικής οργάνωσης των εργατών της Φίατ. Αν συνεχίσετε αυτή την οργάνωση τότε στο μέλλον δεν θα βρεθείτε σε αγώνες απροετοίμαστοι. Καμμία στροφή των αφεντικών δεν θα μπορέσει να νικήσει τη δύναμή σας.

Εργάτες της FIAT

Το μάνατζμεντ της εταιρείας ανησυχεί ότι αυτές οι οργανώσεις ισχυροποιούνται, ότι στ’ αλήθεια μπορούν να επιτεθούν στην δύναμη των αφεντικών στο εργοστάσιο. Γι’ αυτό και, μαζί με τα τσιράκια τους, που τους βοηθάνε, έχουν συμφωνήσει στο σημερινό ξεχωριστό συμβόλαιο που δεν αγγίζει πραγματικά κανένα από τα υπάρχοντα ερωτήματα για τις συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο. Με αυτό το συμβόλαιο, όλα είναι ξεκάθαρα: η απόφαση σας περιμένει. Πρέπει να πάρετε το μέλλον σας στα χέρια σας. Αυτή η απεργία είναι μια μεγάλη δυνατότητα να κάνετε ένα βήμα μπροστά στην οργάνωση της τάξης.

Θα βγείτε από αυτό τον αγώνα με την πραγματοποίηση μιας οργάνωσης σε κάθε ομάδα, σε κάθε τμήμα, σε κάθε μονάδα της FIAT. Με μια εργατική πειθαρχία που είναι ικανή, σε κάθε στιγμή της εκμετάλλευσης, να αντισταθεί στο δεσποτισμό των αφεντικών και των λακέδων τους.

 


  1. Σ.τ.Ελλ.Μ.: Έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Α/συνέχεια σε μετάφραση του Ρ.Ρινάλντι. Διαθέσιμο εδώ: https://goo.gl/bzA4fi
  2. Όπως ο Bologna περιγράφει τον εαυτό του σε ένα άρθρο στο περιοδικό “1999”.
  3. Το απόσπασμα είναι παράθεση από: Sergio Bologna, 'Zur Analyse der Modernisierungsprozesse' [An analysis of the modernisation process]. Introduction to the lecture by Antonio Gramsci's “Americanismo e Fordismo”, Paper of the Gramsci conference on 29-30 April 1989, Hamburg Institute for Social History of the 20th Century. [Hamburger Institut für Sozialgeschichte des 20. Jahrhunderts], working paper No. 5, Hamburg 1989. Για το 'φάρμακο των εργατών' υπάρχει το άρθρο του Sergio Bologna στο Wildcat 56 [μόνο στα γερμανικά].
  4. Σ.τ.Ελλ.Μ.: Μεταφράζω το inquiry ως έρευνα, όχι μόνο για ευκολία, αλλά και για τονίσω την ουσιαστική συνάφειά της με άλλες μεθόδους κοινωνικής έρευνας.
  5. Karl Heinz Roth (Hrsg.), Die Wiederkehr der Proletarität. Dokumentation einer Debatte, (Köln 1994). [The return of the proletariat, Cologne, 1994]
  6. Από συνέντευξη με τον Guido Bianchini το Νοέμβρη του 1994, στην Padova
  7. Dario Lanzardo, La Rivolta di Piazza Satuto. (Torino, Luglio 1962, και Milano, 1979).
  8. Σ.τ.Ελλ.Μ.: Έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Α/συνέχεια σε μετάφραση του Ρ.Ρινάλντι. Διαθέσιμο εδώ: https://goo.gl/bzA4fi
  9. Όπως ο Bologna περιγράφει τον εαυτό του σε ένα άρθρο στο περιοδικό “1999”.
  10. Το απόσπασμα είναι παράθεση από: Sergio Bologna, 'Zur Analyse der Modernisierungsprozesse' [An analysis of the modernisation process]. Introduction to the lecture by Antonio Gramsci's “Americanismo e Fordismo”, Paper of the Gramsci conference on 29-30 April 1989, Hamburg Institute for Social History of the 20th Century. [Hamburger Institut für Sozialgeschichte des 20. Jahrhunderts], working paper No. 5, Hamburg 1989. Για το 'φάρμακο των εργατών' υπάρχει το άρθρο του Sergio Bologna στο Wildcat 56 [μόνο στα γερμανικά].
  11. Σ.τ.Ελλ.Μ.: Μεταφράζω το inquiry ως έρευνα, όχι μόνο για ευκολία, αλλά και για τονίσω την ουσιαστική συνάφειά της με άλλες μεθόδους κοινωνικής έρευνας.
  12. Karl Heinz Roth (Hrsg.), Die Wiederkehr der Proletarität. Dokumentation einer Debatte, (Köln 1994). [The return of the proletariat, Cologne, 1994]
  13. Από συνέντευξη με τον Guido Bianchini το Νοέμβρη του 1994, στην Padova
  14. Dario Lanzardo, La Rivolta di Piazza Satuto. (Torino, Luglio 1962, και Milano, 1979).
  15. Raniero Panzieri, Spontaneità e organizzazione. Gli anni dei 'Quaderni rossi' 1959-1964. (Pisa: Stefano Merli, 1994, σελ XL).
  16. Raniero Panzieri, Lettere. (Venezia 1987, σελ 256 και μετά)
  17. Alquati: Die neuen Kräfte bei Fiat [οι νέες δυνάμεις στη Φίατ], στο: Alquati (1974).
  18. Toni Negri. Dall'operaio massa all'operaio sociale (1979, σελ. 48 και μετά). Στα ελληνικά έχει εκδοθεί ως Απο τον Εργάτη Μάζα στον Κοινωνικό Εργάτη. Ο Ιταλικός Μάης. (Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2008).
  19. Τοποθεσία έδρας της πετροχημικής βιομηχανίας στην περιοχή απέναντι από τη Βενετία
  20. Guido Bianchini, συνέντευξη με τον Gabriele Massaro, Μάρτιο 1991.
  21. Συνέντευξη στο Torino, Νοέμβρης 1994.
  22. Romano Alquati. Sulla Fiat, Εισαγωγή. (Milan 1975, σελ. 13).
  23. Ό.π.
  24. Raniero Panzieri. Σοσιαλιστικές χρήσεις της εργατικής έρευνας. Βλ. το αντίστοιχο κεφάλαιο στον τόμο.
  25. Raniero Panzieri. Il diario di un operaio di Daniel Mothé, στο: Panzieri (1994), σελ. 17.
  26. Αυτή η πρόταση αποτελεί σύνοψη μιας εισήγησης από τον εργατικό κύκλο 'για την αγωνιστική έρευνα' που δημοσιεύτηκε στα γερμανικά στο περιοδικό Thekla 8. “Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης στην Olivetti” [Organische Zusammensetzung des Kapitals und Arbeitskraft bei Olivetti] το 1961 και πρωτομεταφράστηκε στα γερμανικά το 1974. Το κείμενο αυτό έπεσε στα χέρια μας στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ήταν ένα απο τα σημαντικότερα κείμενα συζήτησης για την Ομάδα της Καρλσρούης [Karlsruher Group], την πρόγονο της ομάδας WIldkat.
  27. Alquati. Olivetti, σελ. 109.
  28. Ο.π.
  29. Ο.π. σελ. 181.
  30. Αυτή η διαδικασία, που αναλύθηκε από τον Alquati ως η διαδικασία 'συγκέντρωσης των καθηκόντων', προσφέρει ένα καλό σημείο έναρξης για την ανάλυση της μοντέρνας έννοιας της ομαδικής εργασίας, για παράδειγμα.
  31. Εδώ παραλληλισμοί με την σημερινή προπαγάνδα της “ολικής ποιότητας” επίσης προκύπτουν.
  32. ό.π. σελ. 174 και εξής.
  33. ο.π. σελ. 175.
  34. ο.π. σελ. 175 και εξής
  35. Guido Bianchini, Συνέντευξη, Νοέμβριος 1994
  36. Raniero Panzieri, γράμμα στον Asor Rosa, 10 Μαίου 1962, στο: Lettere (1987), σελ. 330 εφεξής.
  37. Δείτε το πλήρες κείμενο στο τέλος του άρθρου.
  38. Aργότερα η θεωρητική ομάδα της 'αυτονομίας του πολιτικού', νικητές της κρατικής εξουσίας διαμέσω του PCI.
  39. Στο Thekla 6, που δυστυχώς είναι εκτός κυκλοφορίας για χρόνια, είχαμε εκδώσει στα γερμανικά κάποια άρθρα του Romano Alquati από το Classe Operaia.
  40. Classe Operaia No. 1. Γερμανική Μετάφραση στο: Balestrini/Moroni, Die goldene Horde, Berlin/Göttingen 1994. Διαθέσιμο στα ελληνικά: Ballestrini, N. & Moroni, P. Η Χρυσή Ορδή. Σύντομη Ιστορία της Ιταλικής Εργατικής Αυτονομίας. (Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2008).
  41. Balestrini/Moroni (1994), σελ. 93-100.
  42. O Σ.Ε.Β. (Σύλλογος Βιομηχάνων) της Ιταλίας.