*Με βάση την θεωρία του Γνωστικού Φορτίου (Sweller, van Merriënboer, & Paas, 2019).
Η αισθητηριακή μνήμη συλλέγει αυτόματα πληροφορίες από τις αισθήσεις μας – τις κωδικοποιεί σε μορφή που εγκέφαλος μπορεί να ερμηνεύσει. Οι περισσότερες από αυτές τις πληροφορίες αγνοούνται (π.χ. αν δεν τρώμε δεν δίνουμε μεγάλη προσοχή στη γεύση στο στόμα μας). Η κωδικοποίηση περιλαμβάνει τη δημιουργία προσωρινών ή βραχύχρονων συνδέσεων μεταξύ νέων πληροφοριών και των δικτύων της προϋπάρχουσας γνώσης μας (π.χ. μακρόχρονη μνήμη). «Η αντίληψη συνεπάγεται το να θυμόμαστε όσα αισθανόμαστε και η μνήμη εργασίας είναι η εστιασμένη προσοχή σε μια εσωτερική αναπαράσταση» (Fuster, 2009). Η προσοχή (αυτό στο οποίο εστιάζουμε) είναι κρίσιμη. Εάν δεν δώσουμε προσοχή σε κάτι, δεν κωδικοποιείται. Δεν εισέρχεται στο σύστημα μνήμης μας με τρόπο που να μπορούμε συνειδητά να χρησιμοποιήσουμε τις πληροφορίες. «Η κωδικοποίηση πληροφοριών στην βραχύχρονη μνήμη είναι αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ επιλεκτικής προσοχής και αντιληπτικών αναπαραστάσεων αντικειμένων που ενεργοποιούν σχετικές αναπαραστάσεις στην μακρόχρονη μνήμη» (Eriksson et al., 2015).
Οι πληροφορίες που ελκύουν την προσοχή μας εισέρχονται στην βραχύχρονη μνήμη και ερμηνεύονται σύμφωνα με τις υπάρχουσες γνώσεις μας που λαμβάνονται από την μακρόχρονη μνήμη. Αυτή η προσωρινή σύνδεση πληροφοριών συμβαίνει στην μνήμη εργασίας που είναι μέρος της βραχύχρονης μνήμης και μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε ή να χειριζόμαστε τις πληροφορίες. «Η συντήρηση πληροφοριών θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ των βασικών δομικών στοιχείων της βραχύχρονης μνήμης, ιδιαίτερα μιας επιλεκτικής διαδικασίας προσοχής που λειτουργεί σε αντιληπτικές πληροφορίες και σχετικές αναπαραστάσεις μακρόχρονης μνήμης» (Eriksson et al., 2015).
Οι πληροφορίες που υπάρχουν στην μνήμη εργασίας μας είναι αυτές που γνωρίζουμε συνειδητά. Ωστόσο η μνήμη εργασίας έχει περιορισμένη χωρητικότητα (μελέτες προτείνουν μεταξύ 4 έως 9 θέσεις). Έτσι, οι περισσότερες πληροφορίες εισέρχονται προσωρινά στην μνήμη εργασίας και στη συνέχεια φεύγουν χωρίς να συγκροτούνται (αποθηκεύονται) στην μακρόχρονη μνήμη. Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται περισσότερο (επαναλαμβανόμενες) ή έχουν υψηλή συναισθηματική αξία έχουν προτεραιότητα για αποθήκευση. Στην μνήμη εργασίας, ο εγκέφαλός μας ανακτά αυτόματα τις προηγούμενες γνώσεις μας, έτσι ώστε να μπορούμε να κάνουμε αυτές τις συνδέσεις και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις νέες πληροφορίες. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οτιδήποτε νέο μαθαίνουμε συνδέεται με κάτι που υπάρχει ήδη εκεί. «Η αποθήκευση πληροφοριών είναι αποθήκευση σχέσεων μεταξύ αντικειμένων ή γεγονότων» (Kukushkin & Carew, 2017).
Για να διατηρήσουμε τις προσωρινές συνδέσεις στη βραχύχρονη μνήμη, πρέπει να κάνουμε εργαζόμαστε επαναληπτικά (π.χ. χρήση ή διαχείριση) με τις πληροφορίες που την διατηρούν ενεργή. Όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται οι πληροφορίες, τόσο πιθανότερο είναι να δοθεί προτεραιότητα για αποθήκευση στη μακρόχρονη μνήμη.
Για την ενοποίηση ή αποθήκευση των πληροφοριών στην μακρόχρονη μνήμη, οι προσωρινές συνδέσεις πρέπει να γίνουν πιο μόνιμες. Η επανάληψη στον ιππόκαμπο παίζει σημαντικό ρόλο. «Τα μοτίβα νευρωνικής δραστηριότητας που υπάρχουν κατά τη διάρκεια της μάθησης στον ιππόκαμπο επαναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια του ύπνου.» (Breton & Robertson, 2013). Η επανάληψη μπορεί επίσης να συμβεί σε περιόδους άγρυπνης ξεκούρασης. Δεν χρειάζεται να κοιμηθούμε, αλλά πρέπει να δίνουμε στο μυαλό μας χρόνο για ένα διάλειμμα – μια ευκαιρία να επαναλάβουμε και να συγκροτήσουμε πληροφορίες από πρόσφατες εμπειρίες.
Για να είναι διαθέσιμες προς ανάκτηση στο μέλλον, οι πληροφορίες που διατηρούνται στην βραχύχρονη μνήμη πρέπει να συγκροτηθούν στην μακρόχρονη μνήμη. Η μακρόχρονη μνήμη αποτελείται από συνδεδεμένα δίκτυα ή σχήματα τα οποία ενεργοποιούμε όταν ανακαλούμε ή ανακτούμε πληροφορίες. Τα στοιχεία που σχετίζονται με την αποθηκευμένη μακρόχρονη μνήμη χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν πότε να ανακτηθούν οι αποθηκευμένες πληροφορίες. Μόλις ανακτηθεί μια μνήμη, γίνεται ενεργή και θα ανασυγκροτηθεί ή θα ενημερωθεί καθώς αποθηκεύεται ξανά. Η ανασυγκρότηση αποκαλύπτει ότι οι μακρόχρονες αναμνήσεις δεν είναι μόνιμες, αλλά αλλάζουν όποτε ενεργοποιούνται. Οι περισσότερες από τις πληροφορίες που εισέρχονται στο σύστημα μνήμης μας έχουν χάνονται. Με άλλα λόγια, δεν παραμένουν στο σύστημα μνήμης μας με τρόπο που να μπορούμε συνειδητά να τις ανακτήσουμε, τουλάχιστον όχι για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Αναφορές
Επεξεργασία και αποθήκευση πληροφοριών
- Sweller, J., van Merriënboer, J. J., & Paas, F. (2019). Cognitive architecture and instructional design: 20 years later. Educational Psychology Review, 1-32.
- Breton, J., & Robertson, E. M. (2013). Memory Processing: The critical role of neuronal replay during sleep. Current Biology, 23(18), R836-R838.
- Eriksson, J., Vogel, E. K., Lansner, A., Bergström, F., & Nyberg, L. (2015). Neurocognitive architecture of working memory. Neuron, 88(1), 33-46.
- Kukushkin, N. V., & Carew, T. J. (2017). Memory Takes Time. Neuron, 95(2), 259-279.
- Squire, L. R., Genzel, L., Wixted, J. T., & Morris, R. G. (2015). Memory consolidation. Cold Spring Harbor perspectives in biology, 7(8), a021766.
- D’esposito, M., & Postle, B. R. (2015). The cognitive neuroscience of working memory. Annual review of psychology, 66.
- Cowan, N. (2008). What are the differences between long-term, short-term, and working memory?. Progress in brain research, 169, 323-338.